Στο κόκκινο χαλί σωριασμένα άτσαλα, όσα η Ιστορία έναν Δεκέμβρη βιάστηκε να ξεπεράσει. Σε κουρελούδες στρωμένες στην πλατεία Νομιμότητας, πρόσφυγες ξένης υπηκοότητας, άστεγοι ντόπιας λαλιάς, παιδιά χωρίς κανένα απολύτως αύριο, νιώθουν τις ασυνείδητες φωνές υπερ-υπουργών της (αν)αισθητικής τάξης, καταδικασμένοι σε έναν αναίσθητο θάνατο. Ένας από αυτούς κουνά το δάχτυλο, ένας άλλος ετυμηγορεί για μια ζωή που σβήνει κι ο τρίτος αναλαμβάνει πρωτοβουλία εθνική μήπως και κάπου στα κιτάπια περισωθεί του ενός ανδρός (επί δύο) η Αρχή.
Πάνω απ´ τον καναπέ, δίπλα από ένα ανόρεχτα άφτιαχτο δέντρο Χριστουγέννων, ένα κάδρο εγκλωβίζει μέσα του κάποιο πτυχίο μιας Καλής Στιγμής. Μνήμη μιας άλλης εποχής που φυλάσσεται με δέος, όπως μια εικόνα κάποιου Αγίου πάνω από το προσκεφάλι ενός μικρού παιδιού. Όλα τα άλλα, φαίνονται απέναντι. Ένα νοσοκομείο, κάποιος απεργός, μια άδεια, πολλές φωτιές, αδιάφορες συλλήψεις. Κι ας στέκει εκεί μαχητικά περήφανο ένα ιδρωμένο και λιπόθυμο πρόσωπο ενός ολόκληρου Δεκέμβρη.
Έξω, απαγόρευση κίνησης, συνάθροισης, σκέψης, συμπαράστασης, συντροφικότητας. Απαγόρευση μνήμης. Διάταξη ευταξίας, στοίχιση ένστολων, κοίταγμα έντρομων, δρόμοι κενοί μα όχι αδιάβατοι. Σε λίγο θα σημάνουν σιωπηλές σειρήνες κι ας δείχνουν οι τηλεοράσεις, βολικά, πλάνα αρχείου. Στα στενά των αντιστάσεων οι προβολείς τους μοιάζουν με σπίθες ξοφλημένων σπίρτων. Στον Δεκέμβρη ταιριάζουν μόνο του Γιάννη Αγιάννη οι φωτιές. Στα παιδιά του, οι φωνές. Στις φωνές τους, τα δίκια τους και τα δικά μας ενήλικα άδικα. Συνεκδοχές και συνενοχές: Ο φόνος είναι το έγκλημα. Οι φονιάδες εξέτισαν την κάθειρξη ανασταλτικώς. Η φυλάκιση είναι ποινή. Η εκπαίδευση, δικαίωμα. Η ζωή, πάθος. Η τιμωρία δεν είναι εκδίκηση. Το κράτος δικαίου, αδίκως σκεπτόμενο, ενοχοποιεί το δικαίωμα. Αναστέλλει το φόνο, καταργεί το πάθος, εκδικείται το χθες, φυλακίζει το αύριο.
Ανήμερα Δεκέμβρη. Το έτος αλλάζει, η μέρα ποτέ. Τα κάδρα σε σκουριασμένα καρφιά, επιδεικνύουν τους αλλοτινούς τους πόθους. Σπουδές που δεν εμποδίστηκαν κι ας γίνανε οι περγαμηνές πτυελοδοχεία συστημικών αποβλήτων. Δεν έπαψαν ποτέ, όμως, να αποτελούν δικαίωμα. Όνειρο. Ιδανικό. Τέτοιας έκτασης που κανένας Νόμος δεν στρίμωξε στις παρεπόμενες ποινές του σωφρονιστικού κολασμού. Που κανένα μνημόνιο δεν “κούρεψε” στο όνομα της όποιας προσαρμογής. Που -παρά μόνο- ένα αυτάρεσκο καθεστώς θέλησε, επαναφέροντας από το παράθυρο τη θανατική ποινή, να στήσει σχεδόν ανήλικα και πάντα έφηβα ικριώματα ανυπότακτων προσδοκιών.
Προφανώς, βολικά εγχειρίδια όψιμων και πάντα επίκαιρων αυταρχισμών, παίζουν με τα αποτυχημένα επιχειρήματα μιας δημόσιας τάξης. Η δυσοσμία των σχεδιασμών, πιο έντονη και από τη μυρωδιά της πιο πρόσφατης στάχτης. Στημένη παρτίδα σε μια πεθαμένη πατρίδα. Τα πιόνια της κυβερνητικής ομαλότητας, αναμένουν τη τελική κίνηση μιας επιθανάτιας πολιτικής σταθερότητας. Αθροίζουν στο νούμερο των 180, εντολές δανειστών και επιταγές συμφερόντων. Κι όσο δεν βγαίνουν, τόσο πιο βαθειά μπαίνει η σκέψη, ενός ματωμένου Δεκέμβρη.
Ό,τι κι αν πεις, αν σκεφτείς, αν μετρήσεις, πάντα με τον ίδιο τρόπο θα δακρύσεις. Πολιτικός κυνισμός, κοινωνικός αυτοματισμός, κυβερνητικός αμοραλισμός, που στα μάτια ενός 20χρονου Ρωμανού, ο συνήθης και παραδοσιακός ελλη(με)νισμός βυθίζει τις πιο βρωμερές πομπές του. Και καταχείμωνο, το μόνο που μπορείς να ελπίσεις, σε μια πρόωρη Άνοιξη που ένας Νοέμβρης κάποτε γέννησε, ένας Δεκέμβρης ανέθρεψε κι ένας ανήμερος άνεμος δεν θα σκοτώσει. Σήμερα, είμαστε όλοι Δεκέμβρηδες. Κι ο ήλιος, δες, αντέχει ακόμη.
Σταύρος Αντύπας