Γιάννης Μάρκοβιτς
Ψηφίζουμε και στέλνουμε στο κοινοβούλιο. Κάποιοι αναλαμβάνουν υπουργικές θέσεις, άλλοι γίνονται στελέχη στην κυβέρνηση, ενώ αρκετοί καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις σε δημόσιους φορείς και οργανισμούς.
Είναι οι πολιτευτές. Αυτοί που είτε εκλεγμένοι, είτε επιλεγμένοι, έχουν την ευθύνη να οδηγήσουν το καράβι της χώρας, να καθορίσουν την κατεύθυνση και να διαμορφώσουν την πορεία, την ταχύτητα, τους ελιγμούς, τις παύσεις και τόσα πολλά άλλα, απαραίτητα για την αποτελεσματική πλοήγηση. Και όμως, δε βρίσκονται μόνο στο μάτι του κυκλώνα, ανοιχτοί στην κριτική και στην παρατήρησή μας, αλλά πολύ περισσότερο, απαξιώνονται αρκετά γρήγορα, αποκαθηλώνονται με την πρώτη ευκαιρία και αποδομούνται χωρίς πολλή σκέψη και έρευνα. Αν αναλογιστούμε πόσες φορές ελέγχθηκε η αλήθεια και η αξιοπιστία μιας είδησης σε ένα μέσο ενημέρωσης αναφορικά με κάποιον πολιτευτή, τότε διαπιστώνουμε ότι σπάνια έχει γίνει.
Δε συζητάμε βέβαια, πόσες φορές το μέσον ζήτησε συγγνώμη αν άδικα ή ανυπόστατα σπίλωσε τον πολιτευτή ή διέσπειρε πληροφορίες, χωρίς βάσει αλήθειας (πότε οι «αφεντάδες» της γνώσης και της ενημέρωσης έχουν λογοδοτήσει για τα λάθη τους, έχουν ζητήσει συγχώρεση; Πότε οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι έκαναν αυτοκριτική; Παρόλα αυτά, είμαστε έρμαια του λόγου τους και των φοβικών κηρυγμάτων τους).
Αν ο πολιτευτής έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για να δικαιωθεί για ό,τι έχει υποστεί, οι περισσότεροι εξ ημών, θεωρούμε υπερβολική την ενέργειά του. Τι θα κάναμε όμως αν ήμασταν στη θέση του; Πως θα αντιδρούσαμε αν δεχόμασταν επίθεση; Ας θέσουμε το ερώτημα στον εαυτό μας και να δούμε την απάντησή του. Αυτή είναι η μια πλευρά της πολιτικής ηλιθιότητας, που υπάρχει στα πολιτικά όντα δεν πολιτεύονται, αλλά εκλέγουν, στηρίζουν, φωνάζουν υπέρ ή κατά. Σε μια ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’50, με την ιστορία να διαδραματίζεται στην Αθήνα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την μαζική εισροή των προσφύγων, ένας ντόπιος που έδειχνε να τα ξέρει όλα, ρωτήθηκε τι δουλειά έκανε: «Είμαι ζητωφωνατζής… φωνάζω ζήτω στους πολιτικούς και μου δίνουν μεροκάματο!» Αυτός είναι η προκλητική εκδοχή του πολιτικού όντος που ανεβάζει και κατεβάζει, που επευφημεί και φτύνει, αλλά σέρνεται υποτακτικά πίσω από τους κυβερνήτες του.
Η άλλη πλευρά της πολιτικής ηλιθιότητας αφορά στα πολιτικά όντα που εκλέγονται, τους πολιτευτές. Είναι ηλιθιότητα όταν λέει και ξελέει ή όταν δίνει υποσχέσεις για να εκλεγεί και μετά βρίσκει απίστευτες προφάσεις για να πείσει ότι δεν τις ξέχασε, αλλά κάποιοι απροσδιόριστοι άλλοι, είναι υπεύθυνοι για την ανακολουθία του; Μια κλασική τεχνική για τον πολιτευτή ώστε να πείσει τον λαό, είναι να εμφανίζεται σίγουρος (να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, να μας κοιτάζει στα μάτια, ακόμα μέσα από την τηλεόραση και αν είναι άνδρας, να δείχνει μάγκας). Είναι αυτός που ακολουθεί τις οδηγίες των «ειδικών» σεμιναρίων για τα δημόσια πρόσωπα και τους τρόπους συμπεριφοράς. Είναι αυτός που φτιάχνεται και δεν αναδεικνύεται. Αυτός είναι ο πολιτικά ηλίθιος. Η ηλιθιότητά του έγκειται στην αδυναμία αυθύπαρκτης ανάδειξης στον πολιτικό στίβο. Υπάρχει γιατί κάποιοι τον έβαλαν εκεί, τον στηρίζουν, αλλά οι ίδιοι θα τον πετάξουν, όποτε θελήσουν, σαν στημένη λεμονόκουπα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτοί που τους στηρίζουν, ασχολούνται με τα ασήμαντα (τι φοράνε, πως τρώνε, που πηγαίνουν διακοπές, και άλλα τέτοια). Αυτά προκρίνουν, προβάλουν, με αυτά ασχολούνται. Τι πραγματικά πρεσβεύουν οι εκλεγμένοι, τι κάνουν, πως κυβερνούν και ποια τα αποτελέσματα των πολιτικών τους επιλογών, αυτά τους είναι αδιάφορα. Η τεχνητή προβολή της ασημαντότητας είναι η έμπρακτη κυριαρχία της πολιτικής ηλιθιότητας. Μια άλλη τεχνική είναι ο πολιτευτής να μοιάζει με τον καθένα από εμάς. Να νιώθουμε ότι είμαστε όπως εκείνος, μόνο που είναι λίγο καλύτερος από εμάς. Μοιάζει, αλλά τελικά ξεχωρίζει. Με αυτό τον τρόπο επιβιώνει έναντι των άλλων, αισθάνεται ότι είναι μια κατηγορία πάνω από τους άλλους, ενώ εμείς δεχόμαστε ως δεδομένα όσα λέει.
Μόνο που η ασχετοσύνη, υφίσταται για όλα τα πολιτικά όντα, η άγνοια και η λειψή γνώση χαρακτηρίζει είτε τους πολιτευτές είτε όχι. Η πολιτική ηλιθιότητα συντηρείται και αναπαράγεται μέσα από την εδραίωση της ασημαντότητας και της ταύτισης/διαφοροποίησης. Το ενδιαφέρον είναι στα ασήμαντα και η ταύτιση είναι με τα επουσιώδη. Κάπως έτσι, τα πολιτικά όντα εκλέγουν, χωρίς δυσκολία και ενόχληση, άλλα πολιτικά όντα που μπορεί να είναι υποδεέστερα των εκλογέων τους.
Με αυτό τον τρόπο ο ελιτισμός κυριαρχεί στην πολιτική και η ηλιθιότητα στη ζωή μας. Με αυτό τον τρόπο, η πολιτική παύει να αφορά το πολιτικό ον και ενδιαφέρει το ον της κλειδαρότρυπας.
Κάπως έτσι ολοκληρωτικές και ρατσιστικές θέσεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην κοινωνία και τα πολιτικά όντα αδυνατούν να τις αντικρούσουν ή να αντιπαρατεθούν με αυτές.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…