thegreekcloud | 26.04.2015 | 08:23
Πάνος Θεοδωρίδης
Φαντάρια μηχανικοί, βρεθήκαμε στη Θράκη αντάμα. Καμιά δεκαριά. Σε μια διεύθυνση έργων. Σε ένα δίπατο του μεσοπολέμου. Στην υπόγα του, δεκάδες απίστευτης σπανιότητας άδεια μπουκάλια από τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής.
Κάναμε μελέτες. Τρώγαμε από έναν σουβλατζή στη γωνία του ακινήτου. Ήταν χαλαρά. Χτίσαμε μόνοι μας ένα θάλαμο για να χωράνε δέκα διπλά κρεβάτια. Βάλαμε και πινγκ πονγκ στην αυλή, που εκτός από εμάς φιλοξενούσε και το τζιπάκι της Υπηρεσίας.
Τα βράδια, ακέφαλοι και σουρτούκηδες, ενοχλούσαμε ο ένας τον άλλον. Πινέζες στην κάτω κουβέρτα, αναπτήρες αναμμένοι όταν κάποιος ήταν προφανές πως πήγαινε για κλανιά, ώστε να επιβεβαιώνεται η ενεργειακή αυτονομία του θαλάμου. Και κράξιμο-τρομερό κράξιμο, καθώς είμεσθεν από δέκα χωριών χωριάτες, ιδεολογικώς εννοώ, πάντα στο πλαίσιο της κατά φαντασίαν ή καθ΄έξιν αριστεράς.
Μόνον ο καψιμιτζής ήταν μόνιμος και του δημοτικού και λάτρευε την σκυλίτσα του,που την αποκαλούσε όχι Λάση, αλλά «ο Λάσης». Επειδή την ζήλευε που θα τον πρόδινε με κανένα χασαπόσκυλον εάν ήρχετο σε ηλικία.
Από τις παρυφές της αναθεώρησης, διαμέσου των αμιγώς κομματικών, και έως τα φλάμπουρα ποικίλων αριστερισμών.
Από όλους, ο ένας έτυχε και ήταν τζώρας. Δύσθυμος, μοναχόλυκος, δηκτικός,λαμπρό μυαλό και ακοινώνητος για τα γούστα μας.Αρνιόταν κάθε σαχλαμπίχλα, μας ξέκοψε πως δεν γούσταρε μήτε παρέες, μήτε καψόνια. Καμιά φορά, διέκοπτε τις ατέρμονες ιδεολογικές μας καταληψίες, για να πει κάτι ουσιώδες και πειστικό. Η καλύτερη αφορμή να τον απεχθανόμαστε, αφού ότι δεν είναι σαν κι εσέ, ασκείσαι να το σιχαίνεσαι.
Τον αφήναμε ήσυχο, καθώς στον θάλαμο κοιμόταν στο πάνω επίπεδο αριστερά τω εισερχομένω.
Μιά μέρα που ήπιαμε παραπάνω ρετσίνες, τον κολλούσαμε. Το παρακάναμε. Ξαπλωμένοι κι εμείς στα δικά μας στρώματα, τον είχαμε περιλάβει άσχημα. Μας κάλεσε να πάψουμε να τον ενοχλούμε, τίποτε εμείς. Τσακωθήκαμε άσχημα και πάψαμε να μιλάμε πια, καθώς βάραινε ο ύπνος τα βλέφαρα, αλλά από τη δική του γωνιά, αυτός στριφογύριζε. Φανερό πως ήταν στα όριά του.
Κάποια στιγμή, πετάγεται και βγαίνει από την ιδιοκατασκευή μας, 8Χ4, που εκτός μια πόρτα, διέθετε μόλις ένα παράθυρο της πλάκας, 80Χ40. Και ξαφνικά, ακούμε να τρέχει υγρό, στην κλειστή πόρτα απέξω και λαμπάδιασε ο τόπος. Είχε πάρει το κάνιστρο απο το τζιπ και περίχυσε την έξοδο.
Μπετζίνα.
Οι πολλοί βγήκαν από το παράθυρο ζορισμένοι και έντρομοι, μερικοί από την πόρτα που την είχε επιπλέον μαγκώσει με κάτι. Ο θάλαμος ντουμάνιασε και άρπαξε φωτιά. Πήραμε τα πυροσβεστικά μέσα από το ισόγειο-μη σκεφτείτε πυροσβεστήρες, αλλά τα κλασικά: φτυάρι και αξίνη σταυρωτά, κι ένας άδειος κουβάς κόκκινος.
Ευτυχώς είχε στην αυλίτσα άμμο που περίσσεψε από τα γκρομπετά,υπήρχε και λάστιχο για τα χάρτσια, ρίξαμε, ρίξαμε και σβήσαμε τη φωτιά.
Καθώς ήμασταν άπαντες γιά στρατοδικείο, βάλαμε το κάνιστρο στη θέση του και σκεπάσαμε με τους μπατανάδες και τον διαθέσιμο ασβέστη τις κάπνες. Βάλαμε έως και ρεπουλίνη στη πόρτα. Μετά, πλυθήκαμε με το λάστιχο όσο γινόταν.
Ξημέρωσε και είχαμε μασκάρει την κατάσταση. Μόνον ο καψιμιτζής παραπονέθηκε πως κάτι καμμένο μυρίζει. Του είπαμε πως είναι ιδέα του.
Έκτοτε, στα 39 χρόνια που πέρασαν, βρεθήκαμε λίγες φορές αναμεταξύ μας, όσοι δεν ήταν κολλητοί από τα πριν, αλλά τη λέξη «φωτιά» και το παρόνομα του εμπρηστή, δεν τα χρησιμοποιήσαμε ποτέ.Φυσικά, λέγαμε ό,τι κωμικό ή παλαβό μας ήρχονταν στον νου.
Σκέφτηκα να αναρτήσω το παλαιό εκείνο συμβάν,χωρίς τόπο και πρόσωπα, χωρίς τις παλιές φωτογραφίες και τα χειρόγραφα, ώστε η Αφήγηση να διδάξει (τρόπος του λέγειν) πως κρύβονται τα σκατά της γάτας και το κεφάλι της στρουθοκαμήλου στην άμμο, πώς κρύβονται οι πομπές και πως ματίζονται τα ξάρτια, σε αυτόν τον καμμένο και ασβολωμένο ιδεολογικό χώρο όπου οι συγκυρίες μας έταξαν να ασχολούμαστε.
Αναλύω θεωρητικά: βασανισμός «του άλλου», ακόμη κι αν ήτον ομοίων απόψεων, εκπληκτικές αντιδράσεις διάσωσης και εξασφάλισης των βασικών στοιχείων της αλληλοβοήθειας και συντονισμός ζηλευτός, εξαφάνιση πειστηρίων και απώλεια μνήμης, επιστροφή του όπλου του εγκλήματος στη θέση του, ακόμη κι όταν τα τρισέγγονα του Λάση, εφ΄όσον γονιμοποιήθηκε επαρκώς, θα τριγυρίζουν στην μεταμορφωμένη πολιτεία του επεισοδίου.
Μέσα από ένα παραμορφωμένο ξέφτι τάχα μου λογοτεχνικής μαρτυρίας, και μέσα από το facebook βλέπω τα αναδιαμορφωμένα πρόσωπα μερικών από τους μεκάνικους εκείνης της περιόδου, ο καθείς και το κλαρί του, ο καθείς και το εργόχειρό του, ανίκανοι επί έτη 39 να ομονοήσουμε σε κάτι θετικό, αλλά μανούλες στην επίκριση, στο καψόνι, στην κατάκριση, στην επιβεβαίωση του «εγώ», την ώρα που ο θάλαμος της χώρας έχει πάρει φωτιά και εμείς επιμένουμε πως είμαστε χταπόδια, που τους πρέπει θαλάμι και συνεχής αλλαγή αποχρώσεων, για να γλυτώσουν από το εκδικητικό κάνιστρο που σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένας παντελώς αθώος άνθρωπος που ήθελε απλώς την ησυχία του.
Δειτε επίσης: