“Her eyes are a blue million miles”
Captain Beefheart
Γεννήθηκα μες στην ταλαιπώρια. Παράνομες μεταγγίσεις, τριπλή περιέλιξη ομφάλιου λώρου, θερμοκοιτίδα. Μικρή κλινική, Κορυδαλλός, καλοκαίρι του 85΄. Ο πατέρας μου στους διαδρόμους και στο κυλικείο, κάθιδρος και μουσκίδι, πάλλευκος σαν το πανί, ψηλόλιγνος σαν το Χριστό, ένας Ίαν Κέρτις με μουστάκι κι ηπειρώτικη προφορά, κάπνιζε τα Καρέλια του χαλβαδιάζοντας τα καπούλια της μαίας, καθώς η μάνα μου σφάδαζε να με ξεγεννήσει. Ο πατέρας μου πιο όμορφος από ποτέ, ο πατέρας μου για τελευταία φορά όμορφος κι ένοχος για πρώτη.
Δυο χρονών και δώδεκα ημερών, κοιμάμαι μ’ ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες, ακούω τους γδούπους των τροχών μες στις λακούβες και τα σαμάρια, καθώς τα φορτηγά διασχίζουν τη Λεωφόρο Σαλαμίνος. Η μάνα μου σκύβει από πάνω να δει αν ζω. Της υγραίνω το μάγουλο με το καθάριο χνώτο μου. Τα μικροαστικά διαμερίσματα σιγοψήνουν σαν προθερμασμένοι, τούβλινοι φούρνοι τις ιστορίες τους. Ένας καυγάς, κάποιο διαζύγιο, αλλού μοναξιά και πήδημα νιόπαντρων παραπέρα. Καύσωνας του 87’ … χίλιοι τριακόσιοι και βάλε νεκροί. Την τελευταία μέρα κείνου του λίβα, ο παππούς μπήκε στο σπίτι απ’ τη δουλειά. Ξέπλυνε σχολαστικά, με επιμονή χειρουργού, το γράσο από τα νύχια κι έκανε το χοντρό του, καθισμένος στη λεκάνη, λύνοντας σταυρόλεξα, φορώντας πρεσβυωπικά γυαλιά. Το βράδυ καβάλησε τη BMW R51/3 και κέρασε στου Διονυσίου, ουίσκια και ζεϊμπέκικα, έπαιρνα το όνομά του.
Τσούλησαν τα χρόνια σαν βοηθητικές ρόδες, μάθαινα ισορροπία κι έπαιρνα οδηγίες απ’ τη φωνή της Χασκήλ –Τα νιάτα τα μπερμπάντικα να μην τα χαραμίσεις- το μόνο της ζωής μου σάουντρακ. Ήρθαν τα κορίτσια σ’ όλες τους τις εκδοχές. Κορίτσια που αγαπούν τον Μικρό Πρίγκιπα, σε βιβλίο, σε μπρελόκ, σε τατουάζ και τη φάτσα του Τσε Γκεβάρα σε βρακάκι. Κόρες ξαπλωμένες στα λιβάδια της Θράκης να τρων’ μαγιάτικο τριφύλλι και κόκκινα κεράσια, φτύνοντας κι επιστρέφοντας στα μούτρα μου κουκούτσια κι ερωτόλογα. Μια μικροπαντρεμένη με ακροδάχτυλα πιανίστριας, χιλιάδες φορές μόνη, θλιμμένη εκατοντάδες, άκουσα τη μουσική της, μουσική δωματίου σε νοικιασμένο γαμιστρώνα. Ένα μουνάκι γάλακτος, όρθιο με μονοκίνι στην ουρά για τις ντουζιέρες του κάμπινγκ της Αιγιάλης. Κοπέλες με κύφωση, γερμένες πάνω από πληκτρολόγια στα λογιστήρια του παγκόσμιου καπιταλισμού και μια νεαρή δικηγόρος στριμωγμένη μέσα σε βαρετά συνολάκια που έπινε στο οχτάωρο τζιν- στυμμένο, τάχα για τη δίαιτα, πιότερο για να κάνει κεφάλι.
Και τώρα Εκείνη, πνίγομαι 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα των οφθαλμών της, θαμπώνομαι απ’ το άλβεδο του ασπραδιού. Βγάζω τα μάτια της και τα ράβω σε εκείνο το παλιό καφέ σακάκι, καμαρώνω στον κόσμο για τα καινούρια μου μανικετόκουμπα. Χύνω μέσα της εκουσίως, από πρηνή θέση με τρεμάμενους γλουτούς, σπασμοί ηδονής στα κωλομέρια μου … τα Τικ του Έρωτα! Κάνουμε εισοδισμό στη ζωή, μια μικρή φράξια των δυο μελών, εργάζεται με συνομωτικούς κανόνες για την ανατροπή της πλήξης, το ξεθεμελίωμα του χρόνου.