(έργο της Ίλσε Χάιντερ, έξω από το Μουσείο Λεοπόλντ της Βιέννης)
(Εφημερίδα των συντακτών 13 Ιουν. 2015, με μικροπροσθήκες και σημειώσεις εδώ)
Κάπως έτσι διαφημίζεται, με τον τίτλο του κιόλας, το καινούριο λεξικό του κ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό των πιο απαιτητικών λέξεων της νέας ελληνικής, με υπέρτιτλο: Εμπλούτισε το λεξιλόγιό σου.«Ό,τι πολυτιμότερο για τον άντρα», «Για να σας λατρεύουν οι γυναίκες», «Έτσι καμία δεν θα μπορεί να σας αντισταθεί» κτλ., είναι τα σαγηνευτικά κλισέ των διαφημίσεων, π.χ. για άφτερ σέιβ, αποσμητικά, κολόνιες…
Μάθε δηλαδή να λες, για να ξεχωρίζεις, ο Απαιτητικός εσύ (για την ακρίβεια: ο Πιο Απαιτητικός!), λέξεις που θα θαμπώνουν την παρέα σου, λέξεις χωρίς τις οποίες ζούσες σε τραγική ένδεια ώς τώρα –όπως και η συντριπτικότατη πλειονότητα των συμπολιτών σου· αλλά δεν είναι επιχείρημα αυτό: εσύ, είπαμε, πρέπει να ξεχωρίζεις, να μη γυρίζεις με το χέρι απλωμένο, για «μια βοήθεια, μια λέξη, σας παρακαλώ»!
Ώσπου άνοιξε η τύχη σου, και όχι μία αλλά χιλιάδες: τέσσερις χιλιάδες λέξεις, παρακαλώ, θα σου χαρίσουν τον πολυπόθητο τίτλο. Θα λες πια αρχολίπαρος, θα λες αρχαιοπινής, θα λες τέναγος, θερμουργός, θα λες σπουδάρχης· ακόμα καλυτερότερα, θα λες τον άλλο σπουδαρχίδη, κάτι σαν θεσιθήρα δηλαδή, θ’ ακούγεται το «αρχίδι», θα κρυφογελά ο τρίτος, όμως νόμος δεν θα σε πιάνει: φτηνή κουτοπονηριά, αλλά δε βαριέσαι, έτσι άλλωστε δεν κάνει συχνά μ’ αυτή την αγαπημένη του λέξη ο άλλος Δάσκαλος, ο Γεωργουσόπουλος;
Και πείτε μου τώρα: Ποιος δεν θα θέλει να είναι Απαιτητικός, ο Πιο Απαιτητικός χρήστης;[1] Αλλά, θα πείτε επίσης: Ποιος τάχα θα αποτρέψει κάποιον απ’ το να θέλει να είναι Απαιτητικός χρήστης, να λέει αρχολίπαρος και αρχαιοπινής, κι ας μην καταλαβαίνουν οι άλλοι, κι ας μοιάζει κάτι τέτοιο γλωσσικός αυτισμός; Η τάση υπάρχει άλλωστε ήδη, δεν είναι καν καινούρια, πλήμμη σου λέει ο ένας, αντί για την μπανάλ πλημμύρα ή (τη λόγια!) πλημμυρίδα, πώποτε ο άλλος, φθέγμα αντί για λόγο, ή νόστος λένε πια οι πάντες, έως και λογοτέχνες ή και πανεπιστημιακοί, κοτζάμ κ. Θάνος Βερέμης λόγου χάρη, νόστος λοιπόν αντί για νοσταλγία, κι ας είναι κραυγαλέο λάθος.
Αυτό είναι λοιπόν το ένα θέμα. Το παλιό και γνωστό, πως, όταν τσαλαβουτάς έξω απ’ τη γλώσσα σου, θαλασσοπνίγεσαι, χώρια απ’ το ότι γίνεσαι συχνά περίγελος. Κι έρχεται ο άλλος, να σου δώσει μια, για πιο βαθιά ακόμα, μ’ ένα ογκώδες λεξικό μυλόπετρα στον λαιμό σου.
Είναι όμως κι ένα άλλο θέμα, πιο ουσιαστικό, εντέλει. Μέσα από έναν φαινομενικά αβλαβή εκλεκτικισμό, έναν εμπλουτισμό του λεξιλογίου, όπως αθώα τον διαφημίζει ο κ. Μπαμπινιώτης, μαζί με τη σύγχυση και τη συνακόλουθη στρέβλωση που επισήμανα παραπάνω, τρυπώνει και η πεφιλημένη καθαρεύουσα. Όχι μόνο λέξεις, αλλά, το βασικό, και σύνταξη:
«Όταν θέλω να πω ότι κάτι “είναι γεμάτο από…”, δεν θα πω “είναι φίσκα ή τίγκα”, θα πω “βρίθει”, “γέμει”…», λέει σε συνέντευξή του ο Γ. Μπαμπινιώτης (Βήμα 30/5). Και βέβαια, κι εγώ θα πω κάποια στιγμή, κύριε Μπαμπινιώτη, βρίθει, γιατί το βρίθει είναι από τα λόγια στοιχεία που έμειναν ενεργά στη σημερινή γλώσσα· αλλά γέμει δεν θα πω: το γέμει είναι απλώς και μόνο η καθαρεύουσα εκδοχή τού «είναι γεμάτο…» (χωρίς «από», απροπό, κύριε Μπαμπινιώτη: π.χ. «ένα έργο γεμάτο λάθη»)· με άλλα λόγια, το γέμει–μετά-γενικής είναι απλούστατα λέξη και σύνταξη καθαρεύουσας· τίποτ’ άλλο: «το μνημόνιο γέμει δυσβαστάκτων όρων» όπως έγραφα την προηγούμενη φορά, με αφορμή τη σύνοδο των άστρων, Τάκη Θεοδωρόπουλου και Γεωργίου Μπαμπινιώτη, που σφάζονταν στην ποδιά της καθαρεύουσας.
Και ο μεν κ. Θεοδωρόπουλος μπορεί να πετάει μακάριος στο καλάθι των αχρήστων παιδαγωγική, διδακτική, κυρίως γλωσσολογία, και να ζητάει (εν αιθρία, χωρίς ποτέ να έχει υπάρξει τέτοιο αίτημα, αντίθετα από τη διδασκαλία των αρχαίων λόγου χάρη), να διδάσκεται η καθαρεύουσα, για να κάνει εντέλει ντόρο (λέτε να είναι τόσο αφελείς Λιακόπουλος, Βελόπουλος και Άδωνης, και να τα πιστεύουν όντως τα Νεφελίμ με τα οποία έφτιαξαν καριέρα;), αλλά ο επιστήμονας Μπαμπινιώτης;
Αλλά ο επιστήμονας Μπαμπινιώτης κάποτε, είχαμε χούντα ακόμα, υπηρέτησε με όλες του τις δυνάμεις την καθαρεύουσα και πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις τη δημοτική, κάποια στιγμή συντάχτηκε απλώς με την εποχή, και έκτοτε, με τη γνωστή πλέον διγλωσσία του, ανάλογα με το ακροατήριο ή την περίσταση (προώθηση λεξικού του λ.χ.), τη μια κάνει σταυροφορία κατά της λεξιπενίας των νέων, την άλλη θυμάται τον γλωσσολόγο και αντικρούει τα περί λεξιπενίας, μιλώντας για διαφορετικά εκφραστικά επίπεδα, τώρα ξανά, στην εν λόγω συνέντευξή του, λέει για «παιδιά του γρήγορου, βιαστικού, ανεπεξέργαστου λόγου, των greeklish»! Τα ίδια με το τονικό: το πολυτονικό δεν ισχύει στη νέα ελληνική, παραδέχεται ο γλωσσολόγος, στο μονοτονικό τυπώνει τα λεξικά του ο έμπορος, στο πολυτονικό τα δικά του θεωρητικά βιβλία, πολυτονικό μάλιστα όλο και πιο αρχαϊκό (περισπωμένη στη λ. γλώσσα κτλ.), ενώ όλο και κάποιο «πλάσσω»[2] θα υποκαταστήσει το «βρόμικο» πλάθω στον λόγο του.
Ήρθε η ώρα τού «γέμει»!
[1] Πριν από μερικές δεκαετίες είχε πέσει στην αγορά ένα πανάκριβο, τότε τουλάχιστον, ρολόι, το Favre Leuba: με το ρο σαν γάμμα και το ε κλειστό, Φαβγ Λεμπά ακουγόταν σε άψογα γαλλικά στη διαφήμιση, η οποία απευθυνόταν στον Απαιτητικό Καταναλωτή, τον κοσμικό, τον γιάπη, τον λεφτά: ουρές σχημάτιζαν οι Απαιτητικοί στο κατάστημα που ’χε την αντιπροσωπεία, στραμπούλαγαν τη γλώσσα τους προσπαθώντας να μιμηθούν τη σικάτη προφορά, με αποτελέσματα κωμικά, έφευγαν όμως θριαμβευτές με το εμβληματικό ρολόι, ό,τι άρχιζε η χρυσή εποχή του λάιφστάιλ. Η ίδια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, τις ίδιες εκείνες μέρες, έκανε μιαν άλλη, μεγάλη καμπάνια, με φόντο υπέροχες γαλάζιες θάλασσες, για μια καινούρια μάρκα αλάτι, αλάτι όμως καθαρό, οικολογικό ή κάτι τέτοιο, σε εποχή που άρχιζαν οι οικολογικές ευαισθησίες. Το αλάτι, είδος μάλιστα πρώτης ανάγκης, πήγε άπατο, όπως θα μαντέψατε, δεν έπιασε η τεράστια διαφημιστική εκστρατεία: ο κόσμος θέλει το ασυνήθιστο, βεβαίως το ακριβό, το εξεζητημένο, έκανε την αυτοκριτική του στέλεχος της διαφημιστικής εταιρείας.
[2] “ήταν μάλιστα οι Γάλλοι που κατέφυγαν στις ελληνικές λεξιλογικές πηγές, πλάσσοντας πρώτοι αυτοί […] το nostalgie” (Βήμα 13.9.09).
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 1:11 π.μ.
One Comment
Τρύφων
Οι λέξεις που ειρωνεύεται ο συντάκτης μπορεί να έχουν θαυμάσιο επικοινωνιακό αποτέλεσμα, μέχρι και ποιητική λειτουργία, όταν χρησιμοποιηθούν στο κατάλληλο πλαίσιο και με τον κατάλληλο τρόπο. Αυτό διδάσκει το λεξικό και είναι εμφανές σε όποιον κάνει τον κόπο να διαβάσει έστω και μία σελίδα.
Αλλά ο συντάκτης της κριτικής προσάρμοσε τις (πάγιες και επαναλαμβανόμενες) απόψεις του για τον Μπ σε αυτό που πιστεύει ότι περιέχει το βιβλίο, χωρίς μάλλον να το έχει ανοίξει. Κρίμα.