Ξεκινήσαμε με τα πόδια -κάποιος έξυπνος είχε την ιδέα να μη περιμένουμε το λεωφορείο που θα ‘ρχόταν σε μιαν ώρα. Ιούνης, τέσσερις το μεσημέρι. Τέσσερα αγόρια, τρία κορίτσια κόντρα σε 35 χιλιόμετρα και 35°C. O μεγαλύτερος ήταν εικοσιτριών χρόνων οπότε και τριακόσια πενήντα να ήταν τα χιλιόμετρα στη διαδρομή Αφροδίτη-Ήλιος, πάλι θα ξεκινούσαμε. Σ’ αυτές τις ηλικίες πας -έτσι λέγαμε τότε-κόντρα με ο,τι γουστάρεις αδιαφορώντας για το μαθηματικό αποτέλεσμα. Μετά από πέντε χιλιόμετρα σε μια άσφαλτο που τηγάνιζες μπριζόλα πάνω της συνθηκολογήσαμε, σηκώσαμε χέρι, αντίχειρα, μπήκαμε ο ένας μετά τον άλλον σε τέσσερα αυτοκίνητα ευγενικών και καλόψυχων ανθρώπων και κάποια στιγμή επιστρέψαμε στα καθαρά μας σεντόνια, τα σουηδικά έπιπλα και τα στενά μπαλκόνια με τις απλωμένες στα κάγκελα πετσέτες. Οι έξη έκαναν σεξ, ο έβδομος υπομονή.
Μπουγάτσα, σταφιδόψωμο και καφές στο μπαλκόνι. Εννιάμιση η ώρα, αρκετά νωρίς για να ιδρώνεις, αρκετά αργά για να κρυώνεις, τα πόδια της όμως μπουμπουκιάζουν συνέχεια. Τα χαϊδεύω κοιτάζοντας αφηρημένος τη θάλασσα. Αντί να ζεσταθούν, το χνούδι τους σηκώνεται κι άλλο. Παράξενα τα πόδια των γυναικών, αντιμιλάνε όμορφα ακόμη κι όταν αρχίσουν να βγαίνουν για ένα ποτό με την χαλάρωση και την κυτταρίτιδα πριν αγαπηθούν και συγκατοικήσουν. Ίσως να είναι πιο όμορφα τότε, αφού είναι πιο σοφά. Ωραία είναι εδώ. Ωραία, ναι. Θέλεις κι άλλο γάλα στον καφέ; Όχι, μείνε δίπλα, μη φεύγεις, σφίξε με.
Επιστροφή με το Renault, μετά από οκτώ νύχτες και μιαν άσχημη θερμοπληξία. Όλα ήταν καλά εκτός από το ότι την πέμπτη μέρα βαρέθηκα μέχρι θανάτου το γαλάζιο και το πράσινο και προσπάθησα να αυτοκτονήσω χωρίς αντηλιακό, καπέλο, σκιά, από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Κάθε μισή ώρα ενυδατωνόμουν με μια Beck’s αλλά δεν έπιασε το ακριβό κόλπο. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι από τη ζάλη μου δεν πήγα στη θάλασσα που με περίμενε με ανοιχτά πόδια τρία μέτρα μπροστά μου αλλά σύρθηκα ως τα ντους, τριάντα μέτρα πίσω. Στο ντους με περίμενε και η σ φορώντας μόνο το κάτω απ’ το μαγιώ της, εκείνο το άσπρο, όταν βρεχόταν ήταν τέτοιο αξιοθέατο που παρακαλούσα γονατιστός να με φιλοξενεί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέσα του κι ας πέθαινα από πνευμονία. Το στήθος στα εικοσιέξη της κοιτούσε τα άστρα και λίγο πιο πάνω από αυτά, της το είπα αυτό χαμογελώντας όταν την ξανασυνάντησα λίγα χρόνια πριν, «δεν φταίει το στήθος μου τώρα ρε, ο ουρανός κατέβηκε πιο χαμηλά» απάντησε βγάζοντας τρυφερά μιαν άσπρη τρίχα απ’ το σακάκι μου.
Με το Φίατ στο γύρο του νησιού, ψάχνοντας την παραλία που μας είπαν κάτω απ’ το μοναστήρι, σίγουρα κάποια γκρέμνα θα ήταν αλλά πόδια είχαμε, σίγουρα είχαμε, κάθεται δίπλα με τα πόδια της απλωμένα πάνω στο ταμπλώ, «το ξέρεις ότι μου τη δίνει αυτό, αν φρενάρω θα μείνεις παράλυτη πριν σβήσεις τριάντα κεριά στην τούρτα», δεν μιλάει, παίρνει το χέρι μου, το βάζει ανάμεσα στα πόδια της, εκεί είχε τριάντα χιλιάδες κεριά αναμμένα, οδήγησα όσο μπόρεσα με το ένα χέρι αλλά χωρίς μάτια στο δρόμο δεν μπορείς να οδηγήσεις και δρόμο δεν ήθελα να δω, ο δρόμος ήταν εκεί, γλιστρούσε πολύ και ήταν μονόδρομος. Λοιπόν δεν θα το πιστέψεις αλλά τέτοια κεριά δεν φτιάχνουν πια σήμερα. Μη σου πω και δρόμους..
«Δεν θα μπεις;», η φωνή της πρέπει να ακούστηκε μέχρι το μισοσκότεινο ξενοδοχείο πίσω, σιγά την ηχομόνωση που κάνουν τα αρμυρίκια. Δέκα το βράδι ήταν, δεν μας άκουσε κανείς όμως, φεγγάρι δεν είχε οπότε ούτε αυτό θα ήταν μάρτυρας ενός ουδέποτε τελεσθέντος εγκλήματος, η θάλασσα ήταν παγωμένη, πρώτη φορά Κυκλάδες, πρώτη γερή νυχτερινή κρυάδα, άκουγα μόνο τον ήχο που έκανε κολυμπώντας, ελπίζω να είναι αυτή και όχι κανένα σκυλόψαρο κι έχουμε κι άλλα σκέφτηκα, ελπίζω να βρούμε και πού βάλαμε τα μαγιώ σκέφτηκα, ελπίζω να γλιτώσουμε και το έμφραγμα σκέφτηκα, αν πολυσκέφτεσαι δεν βουτάς και βούτηξα για να μη σκέφτομαι. Απλά για να πάω κοντά της. Μόνο αυτό, τις γυναίκες των -έστω και διασταλτικά- φίλων ανέκαθεν τις σεβόμουν ακόμη κι αν δεν με σεβόταν -πολύ σωστά- αυτές. Αν με ρωτήσεις τώρα που το γράφω τι σκέφτομαι, θα σου πω ότι δεν μπορώ να ξαναβουτήξω νυχτιάτικα. Όχι γιατί η καρδιά μου δεν αντέχει αλλά γιατί λυπάμαι τα σκυλόψαρα. Έχουν ψυχή κι αυτά.
Βάλε μου αντηλιακό στην πλάτη.
Να σου βάλω μετά και στην κοιλιά;
Εκεί μπορώ και μόνη μου
Στα πόδια;
Κι εκεί μπορώ
Ανάμεσα στα πόδια;
Όρεξη έχεις ρε αγόρι μου μεσημεριάτικα; βάλε στην πλάτη και φύγε από πάνω μου, θα σκάσω απ’ τη ζέστη, όλον τον αέρα κόβεις…τέλειωνε και άσε με ν’ ακούσω κανένα τραγούδι…
———
Αυτό που με ρώτησε σήμερα ήταν «ρε συ, πού πάνε τα καλοκαίρια όταν δεν έρχονται;»