raskolnick.soup.io | 19/july/2015
Πηγή: analyst.gr
Η χώρα, η οποία χρεοκόπησε τέσσερις φορές τον προηγούμενο αιώνα, ενώ στήριξε την ανάπτυξή της σε δύο εντυπωσιακές διαγραφές των δημοσίων χρεών της, επιμένει στην καταστροφή της Ελλάδας – επειδή τόλμησε να της θυμίσει το σκοτεινό παρελθόν της
«Θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι, για τις έννοιες «χρέος και ένοχος» οι Γερμανοί έχουν την ίδια λέξη – γεγονός που ταιριάζει με την αυστηρή, προτεσταντική ηθική της χώρας, σύμφωνα με την οποία ο ένοχος (άρα και ο οφειλέτης), πρέπει να τιμωρείται παραδειγματικά και δημόσια.
Αν είναι δυνατόν να αποκεφαλίζεται σε μία «γκιλοτίνα», η οποία να τοποθετείται στο κεντρικότερο σημείο της Ευρώπης, σε υπερυψωμένο βάθρο, έτσι ώστε να μπορούν να την βλέπουν όλοι – για να μην τολμήσουν ποτέ να κάνουν κάτι ανάλογο.
Στα πλαίσια αυτά, εάν περιμένει η κυβέρνηση την αλληλεγγύη ή τη βοήθεια της καγκελαρίου στο θέμα του δημοσίου χρέους, μη υπακούοντας στις εντολές της, αρνούμενη δηλαδή να υποταχθεί γονυπετής στην παράλογη πολιτική που της επιβάλλεται δικτατορικά, κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος.
Ακόμη όμως και αν υποταχθεί, αποδεχόμενη τα πάντα, δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτα – απλά θα συνεχίσει να κρέμεται η δαμόκλειος σπάθη επάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων στο διηνεκές, αφού τόλμησαν να αμαρτήσουν.
Μεταξύ άλλων, επειδή δεν κατάφεραν να προστατευθούν από τη διαφθορά των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, τα οποία διεφθάρησαν από τους παγκόσμιους πρωταθλητές των διαφθορέων: από τη γερμανική βιομηχανία, ιδίως από την εξοπλιστική, η οποία κυριολεκτικά οργίασε στην πατρίδα μας».
Είτε εντός της Ευρωζώνης, είτε εκτός, η μοναδική δυνατότητα της Ελλάδας να επιβιώσει στηρίζεται στη συναινετική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους της, το οποίο θα της επέτρεπε να διαγράψει ένα αντίστοιχο ιδιωτικό – ανακτώντας την πιστοληπτική ικανότητα κράτους και ιδιωτών. Χωρίς μία τέτοια ονομαστική διαγραφή, η χώρα μας είναι καταδικασμένη είτε να χρεοκοπήσει, είτε να παραμείνει στον ορό της Ευρωζώνης στο διηνεκές – κάτι που φυσικά είναι αδύνατον.
Όλοι όσοι λοιπόν «φλερτάρουν» με την ιδέα της δραχμής, με τον αριθμό τους να αυξάνεται εύλογα μετά το γερμανικό πραξικόπημα, το οποίο «προλόγισε» η παράνομη διακοπή της παροχής ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα από την ΕΚΤ, οφείλουν να γνωρίζουν αυτήν την προϋπόθεση – ενώ η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, ακόμη και τότε, θα ήταν μάλλον ανέφικτη.
Θα απαιτούσε μία επί πλέον διαγραφή του ιδιωτικού εξωτερικού χρέους, συναλλαγματικά αποθέματα για τη στήριξη του νέου νομίσματος, καθώς επίσης για την εξασφάλιση των απαραίτητων εισαγωγών, σημαντικές γραφειοκρατικές εργασίες, μία εξαιρετικά ικανή κυβέρνηση, μία υποδειγματική κεντρική τράπεζα, σωστή προετοιμασία για μία περίοδο που θα υπερέβαινε το ένα έτος, τη στήριξη της Ευρωζώνης κοκ. – μία πραγματικά «Ηράκλεια» προσπάθεια η οποία, παρ’ όλα αυτά, δεν θα είχε κανένα εγγυημένο αποτέλεσμα.
Ειδικά όσον αφορά τη διαγραφή του δημοσίου χρέους, καθώς επίσης τα ευεργετικά της επακόλουθα, είναι παράδοξο το ότι η χώρα που την αρνείται, η Γερμανία, έχει στηρίξει τη νομισματική της υπερηφάνεια, όπως και την επιτυχία της ακριβώς εκεί. Η σταθερότητα του γερμανικού μάρκου, την οποία πέτυχε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, βασίσθηκε στη μεγάλη διαγραφή του χρέους της το 1953, σε συνδυασμό με την επιμήκυνση του υπολοίπου για ένα εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα – με ρήτρα εξαγωγών και όχι ανάπτυξης, όπως πρότεινε ατυχώς η ελληνική κυβέρνηση.
Η επιτυχημένη οικονομική της πορεία στηρίχθηκε στην συμπίεση του δημοσίου χρέους της σε ποσοστό κάτω του 20% του ΑΕΠ της – με αποτέλεσμα το περίσσευμα αρκετών χρημάτων στα δημόσια ταμεία της, έτσι ώστε έγινε εφικτή η συνεχής ανάπτυξη της οικονομίας της, καθώς επίσης η οικοδόμηση του κοινωνικού της κράτους.
Εκτός αυτού, επειδή διαγράφηκαν επί πλέον τα εξωτερικά χρέη της, φτάνοντας σε μηδενικό σχεδόν ύψος, κατόρθωσε να συσσωρεύσει αρκετό ξένο συνάλλαγμα – οπότε να δημιουργήσει μία σημαντική περιουσία στο εξωτερικό.
Τα χρήματα αυτά της επέτρεψαν αργότερα την ένωση της – μία διαδικασία που στη συνέχεια πλήρωσαν οι εταίροι της, τους οποίους κατάφερε να απομυζεί μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης, με τη βοήθεια του μισθολογικού dumping που δρομολόγησε η κυβέρνηση της το 2000.
Όπως συμπεραίνεται πολύ καθαρά από το γράφημα, μόνο η Γαλλία συμπεριφέρθηκε έντιμα, τηρώντας επακριβώς τους κανόνες της νομισματικής ένωσης – ενώ η Γερμανία λειτούργησε όπως ο κλέφτης που δεν αφαιρεί μόνο την περιουσία των σπιτιών που ληστεύει αλλά, επίσης, υποσκάπτει τα θεμέλια τους για να καταρρεύσουν, έτσι ώστε να μη βρεθούν ποτέ τα ίχνη της εγκληματικής δράσης του.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα ποσά που οφείλει είναι ψίχουλα, σχετικά με τα χρέη της Γερμανίας όταν έχασε τον πόλεμο. Αναλυτικότερα, στο τελευταίο έτος του τρίτου Ράιχ, το πιστοποιημένο δημόσιο χρέος της είχε φτάσει στο 400% του ΑΕΠ της – ένα ποσόν που διαγράφηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1948.
Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το αναμορφωμένο δημόσιο χρέος ήταν της τάξης των 18 δισ. μάρκων ή στο 95% του τότε ΑΕΠ της. Υπήρχε επί πλέον ένα εξωτερικό χρέος, το οποίο ήταν μεν καταχωρημένο στην κεντρική τράπεζα του Ράιχ, αλλά δεν εμφανιζόταν στις επίσημες στατιστικές του κρατικού προϋπολογισμού.
Το μεγαλύτερο μέρος του προερχόταν από πολεμικά δάνεια και καταναγκαστικές συνεισφορές των κατεχομένων κρατών προς τη Γερμανία – από κλεμμένα ουσιαστικά χρήματα, όπως από την κεντρική τράπεζα της Ελλάδας. Επρόκειτο για 80-90 δισ. μάρκα του Ράιχ, συν 15 περίπου δισ. από τα παλαιά χρέη της, πριν το 1933 – ένα ποσόν της τάξης του 100% του ΑΕΠ του 1950 (περί τα 20 δισ. νέα μάρκα).
Το συγκεκριμένο εξωτερικό χρέος της Γερμανίας ρυθμίσθηκε με τη συμφωνία του Λονδίνου, το 1953, όπου μόνο τα παλαιά χρέη αποφασίσθηκε να διακανονιστούν. Τα πολεμικά χρέη, οι επανορθώσεις και οι αποζημιώσεις εξαιρέθηκαν από τη συμφωνία, σύμφωνα με την οποία θα συζητούνταν ξανά μετά την ένωση της – κάτι που δεν συνέβη το 1990, όπου δεν έγινε ουσιαστικά καμία καινούργια συμφωνία.
Συνεχίζοντας, εάν υπολόγιζε κανείς όλα μαζί τα χρέη της Γερμανίας τότε, θα έφτανε στο αστρονομικό ποσοστό του 500% του ΑΕΠ της – από το οποίο δεν εξυπηρετήθηκε ούτε το ένα δέκατο! Για σύγκριση, από τα 330 δισ. € του ελληνικού χρέους, θα εξυπηρετούνταν μόνο τα 30 δισ. € – ενώ θα διαγράφονταν τα 300 δις €.
Η τεράστια αυτή διαγραφή χρέους που προσφέρθηκε στη Γερμανία από τους πιστωτές της, φαίνεται πως έχει ξεχαστεί από τη σημερινή της κυβέρνηση – η οποία έχει το απίστευτο θράσος να αρνείται μία πολύ μικρότερη στην Ελλάδα, με στόχο να υποχρεωθεί η χώρα μας στην έξοδο από την Ευρωζώνη, έτσι ώστε να κατασχέσει σε εξευτελιστικές τιμές όλα της τα περιουσιακά στοιχεία, αφού προηγουμένως τα έχει υποθηκεύσει με το P.S.I.
Το τρίτο Ράιχ αναπτύχθηκε όπως ακριβώς η Ομοσπονδιακή Γερμανία μετά το 1950 – όπου ουσιαστικά ακολούθησε την ίδια συνταγή της διαγραφής χρεών. Τότε άλλωστε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η λέξη «γερμανικό θαύμα», η οποία επαναλήφθηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Το ξεκίνημα της ανάπτυξης στηρίχθηκε σε μία διπλή διαγραφή χρέους – σε αυτήν των πολεμικών επανορθώσεων το 1932, καθώς επίσης στη μονομερή αθέτηση των εξωτερικών χρεών της χώρας το 1933, η οποία έγινε σιωπηλά αποδεκτή από της δυτικές δυνάμεις.
Πριν από τις διαγραφές, είχε επιβληθεί στη Γερμανία μία αυστηρή πολιτική λιτότητας από την τότε Τρόικα – από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α. Στη θέση του Έλληνα πρωθυπουργού που οδήγησε τη χώρα στο ΔΝΤ, ήταν τότε ο Γερμανός H. Bruening – ενώ οι συνθήκες στη Γερμανία τότε, ήταν εντυπωσιακά ίδιες με αυτές στην Ελλάδα σήμερα.
Μελετώντας την καταστροφή που προκλήθηκε στη Γερμανία, όπως στην Ελλάδα από τα μνημόνια, λόγω της λιτότητας που της επιβλήθηκε, ο Keynes ανέπτυξε τη θεωρία της μετέπειτα πολιτικής του για την αντιμετώπιση των υφέσεων – γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε ο χαρακτηρισμός των αποτελεσμάτων της διαπραγμάτευσης της Κυριακής, γράφοντας πως επρόκειτο για μία νέα συμφωνία των Βερσαλλιών.
Η τότε γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία είχε μία σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αντιμετώπιζε προβλήματα με τον προϋπολογισμό του κράτους, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που είχε ξεσπάσει. Χρειαζόταν λοιπόν μία «χρηματοδοτική γέφυρα» ύψους 300 εκ. μάρκων του Ράιχ, έως το τέλος του 1929 – για την οποία ο υπουργός οικονομικών προσέφυγε στην αμερικανική τράπεζα «Dillon Read and Co».
Η τράπεζα δεν είχε αντίρρηση, υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας της κεντρικής τράπεζας του Ράιχ – από τον πρόεδρο της κ. H. Schacht (αργότερα υπουργός οικονομικών του Χίτλερ), ο οποίος όμως τελικά αρνήθηκε να την παρέχει, με αποτέλεσμα να μην εγκριθεί το δάνειο.
Λόγω της άρνησης του κεντρικού τραπεζίτη, η Γερμανία απειλούταν με τη χρεοκοπία της – με αποτέλεσμα να αναγκασθεί η κυβέρνηση της να υποκύψει στους εκβιασμούς του, σύμφωνα με τους οποίους θα έπρεπε να αλλάξει ο προϋπολογισμός και να μειωθούν οι δαπάνες του δημοσίου.
Παρά το ότι τώρα ο σοσιαλιστής υπουργός της συγκυβέρνησης παραιτήθηκε, η Βουλή ψήφισε τις αλλαγές στον προϋπολογισμό που απαιτούσε ο κεντρικός τραπεζίτης – οπότε δόθηκε η εγγύηση, πήρε το δάνειο και δεν χρεοκόπησε. Το τίμημα όμως ήταν πανάκριβο, αφού ακολούθησε η ανατροπή της κυβέρνησης, η οποία έφερε αργότερα στην εξουσία το Χίτλερ.
Tα γεγονότα αυτά τεκμηριώνουν την πολιτική δύναμη που έχουν οι κεντρικές τράπεζες – όπως σήμερα η ΕΚΤ, η οποία έχει τη δυνατότητα να εκβιάζει τους πάντες, προκαλώντας μεγάλες πολιτικές αλλαγές. Ελπίζουμε και ευχόμαστε λοιπόν να μην καταστρέψει την Ελλάδα, με τις παράνομες ουσιαστικά παρεμβάσεις της, προς όφελος της Γερμανίας – αν και οι μέχρι στιγμής ενέργειες της, μας προσανατολίζουν προς το αντίθετο.
Το ΔΝΤ έδωσε στη δημοσιότητα μία καινούργια έκθεση, από την οποία διαπιστώνεται η μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, επιτιθέμενο ουσιαστικά κατά μέτωπο στη Γερμανία. Η Κομισιόν τοποθετήθηκε σήμερα σχετικά ανάλογα, ενώ η Γερμανία επιμένει στη μη ονομαστική διαγραφή του χρέους, παρά την ιστορία της – προτείνοντας την πληρωμή των υποχρεώσεων του κράτους με υποσχετικές (IOU), αν και γνωρίζει πως μία τέτοιου είδους ενέργεια οδηγεί στην έξοδο από το ευρώ.
Δυστυχώς, μία σειρά Ελλήνων συνηγορεί υπέρ της βιωσιμότητας του χρέους, εάν επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής του, με χαμηλά επιτόκια – ενώ κάποιοι άλλοι ενισχύουν ακούσια τις θέσεις της Γερμανίας, επίσης ένα μέρος της κυβέρνησης, προτείνοντας την υιοθέτηση της δραχμής.
Εν τούτοις, τόσο η ιστορία, όσο και η οικονομική θεωρία, διδάσκουν πως δεν υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα εξυπηρέτησης ενός χρέους, το οποίο έχει φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα – πόσο μάλλον όταν μία χώρα είναι για έκτη συνεχή χρονιά σε ύφεση, ενώ μέχρι τα τέλη του έτους θα έχει ξεπεράσει τη Μεγάλη Ύφεση του 1930.
Έχοντας αναλύσει ήδη τους στόχους της Γερμανίας, λόγω των οποίων επιμένει να θέλει το θάνατο της Ελλάδας, αδυνατώ να καταλάβω όσους Έλληνες αναφέρουν σήμερα πως το χρέος είναι βιώσιμο, αρκεί να αναδιαρθρωθεί – ελπίζοντας να κάνουν απλά λάθος, αφού διαφορετικά θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως «ενδοτικές» τις όποιες κρυφές επιδιώξεις τους.