Posted on August 15, 2015 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Δε φταίει η κουρελιάρικη ζέστη του Δεκαπενταύγουστου. Δε φταίει που φαίνεται στην πόλη της Αθήνας ένας απτός ογκηθμός ανθρώπων, ταλαιπωρημένων και αναπήρων με όλα τους τα μέλη και όλες τις φοβερές ικανότητες να ακολουθήσουν την κοινωνική επιρρέπεια για χαύνωση κάτω από τα στέγαστρα της ανοχής. Φταίει η τρομακτική αδιαφορία των ανθρώπων, ο εγκλεισμός σε αγκαλιές όπως η θρησκεία, η οικογένεια, το έθνος, τα σύνορα, τα πλαστικά κουτιά του παστεριωμένου γάλακτος.
Όλα φταίνε και τίποτα.
Μοιάζει με τους ανθρώπους αυτό, τη σύνδεσή τους. Μπορώ να γίνω ένας κρίκος, μια παλαμοσχιδής συγγένεια για υποστήριξη ανά πάσα στιγμή. Όλοι μας μπορούμε, αλλά δε γινόμαστε. Είμαστε ειρωνικοί, σαρκαστικοί, μισάνθρωποι.
Να μείνουν μακριά οι πρόσφυγες.
Να παραμερίσουμε με τη μύτη της ομπρέλας μας κάτι πανιασμένα φύκια που βρίσκονται σε όλους τους δρόμους που περπατάμε.
Να ξεμαγαρίσουμε τις γυναίκες, τις Ικέτιδες με τις στείρες μήτρες, τις γειτόνισσες με τα καυτά ταψιά στα χέρια και τα κωλοπετσωμένα άντερα. Γιορτάζει η Παρθένος Μαρία.
Η ίδια κατάσταση κοντά στην σαλιωμένη ατμόσφαιρα της παραθαλάσσιας Αττικής. Όλος ο κόλπος μοιάζει να έχει βουτήξει μέσα στην πολυκοσμία, αυτήν την πρόσκαιρη του Δεκαπανταύγουστου. Ο τόπος, μετανιωμένος για την ομορφιά του, έχει αρχίσει να μαραζώνει. Δεν αντέχει την παρέα των ανθρώπων που αργά ή γρήγορα θα μετουσιωθεί σε κλειστά εξοχικά με γυμνοσάλιαγκες κάτω από τα στρώματα των κρεβατιών και σε λιμνάζον νερό στις σωλήνες, σε ταχυδρομείο χωρίς ανταπόκριση και σ’ ένα άλατι που ταξιδεύει από τα σωθικά της δουλεμένης και φτωχικής θάλασσας για να κολλήσει πάνω στο μπετόν σαν παράσιτο με τάμα και ελπίδα. Η θάλασσα αυτή, που δε μοιάζει καθόλου με την ελευθερωμένη των νησιών. Μια χυλωμένη θάλασσα σαν οικονομική λάμπα, κιτρινιάρικη και υποτιμημένη.
Κάθομαι στο παράθυρο του εφηβικού μου δωματίου και ο χώρος εκτεινόμενος σε όλο το μέτωπο της γης μου θυμίζειμ με αυτήν την απεραντοσύνη του πως οι άνθρωποι σαν λένε πως είναι φίλοι πρέπει να σε βρίσκουν όμορφο, τον πιο όμορφο. Όχι μόνο για τη σάρκα σου και το πρόσωπο σου, που αληθινά κανείς δεν το γνωρίζει και μοιάζει με τις χαώδεις γραμμές που τραβούσε από εδώ έως το άπειρο ο Πόλοκ. Και αυτή η ωραιότητα, που οφείλει να είναι σαν τις σιωπηλές εκεχειρίες μεταξύ συζύγων, θα είναι ερωτικό συναίσθημα εντελώς υποτυπώδες, μα βαθύ, ολόγιομο. Θα είναι εκτίμηση και σεβασμός και το πιο ανθρώπινο συναίσθημα. Από εκεί μοιάζει να ξεκινά μια επανάσταση που θα χωρέσει τους κατατρεγμένους των ανθρώπινων τεραρουργημάτων. Απο εκεί ξεκινάει η πρόταση αυτή και σταματά στη μήτρα του κόσμου, που έχει φτιάξει τα σύννεφα, αυτά τα προϊόντα που αποβάλλει ο άνθρωπος σαν φτάσει σε ηδονική κορύφωση.
Όλος ο κόσμος μέσα σε μια μήτρα ζει. Περίεργο, που δε νιώθει ότι μπορεί να γεννήσει τα πάντα από αυτά που δίνουν θάρρος και νόημα σε ένα βράδυ που μια γυναικά πεθαίνει, αφού γέννησε ένα θεάνθρωπο… εμένα, εσένα και τα παιδιά μας.
Και αυτό να εισχωρεί σαν σπέρμα γοργόφτερο, μέσα στις σάλπιγγες της ανθρωπότητας να κυνηγά τον πυρήνα.
Related
In “σύννεφα”
Ένας άνδρας ξαπλωμένος στο κρεβάτι
In “Καστέλλα”