αδέσποτος σκύλος | 14/σεπ/2015
Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος
Femen
Όταν διαολίζομαι με τους συμπολίτες μου καταφεύγω στους μεγάλους συγγραφείς. Αυτούς δηλαδή που αγαπώ όχι γιατί ήτο ρομαντικοί, λυρικοί, ποιητικότατοι, αλλά γιατί το έργο τους είναι ένα κριάρι της αρβανιτιάς που το ’σκασε απ’ το μεγάλο μαντρί για να ζήσει ελεύθερο και πεισματάρικο σ’ ένα κατσάβραχο. Είναι αυτοί που τα βάλαν με τους θεούς, δηλαδή τους πρόστυχους ανθρώπους που επινοούν θεούς και δαίμονες για να ευνουχίσουν τον καυλωμένο όχλο. Ο αδελφός εν Αληθεία Αντρέας Λασκαράτος βάζει έναν πατέρα να ορμηνεύει το παιδί του ως εξής:
Ο φρόνιμος άνθρωπος παιδί μου, έτσι κάνει τις δουλειές του. Ο όχλος είναι ένας γάιδαρος όπου πρέπει να ξέρεις να τον καβαλικέψεις για να προβατείς με τα πόδια του και να μη χαλάς τα δικά σου. Η κυβέρνηση είναι ένα μεγάλο τυρί, που, για να μπεις μέσα και να το φας πρέπει να πας κωλοσυρτά και γλυφτά να κάμεις την τρύπα αρχίζοντας απ’ τη μούργα.
Και φυσικά εσύ που θέλεις να γίνεις κυβέρνηση αφήνεις το λαό στις πλάνες του. Βυθισμένο στα σκατά της ορθοδοξίας και μισοπνιγμένο στο βόθρο των εθνικών συμβόλων. Και φυσικά στη σκοταδιστική μας πολιτεία κανένας σύλλογος δεν καταδικάζει το σκοταδισμό. Την εκμετάλλευση από τους αγύρτες που κάθε τόσο περιφέρουν πόδια, χέρια, νεφρά και κεφάλια αγίων εις την αχόρταγη δια παραμύθια της Χαλιμάς επικράτεια. Στην μικρή μας σκατούπολη ο σύλλογος εμπόρων και ο σύλλογος ιατρών και ο σύλλογος καθηγητών και ο σύλλογος δικηγόρων και ο σύλλογος λοιπών άλλων, δεν βγάζουν άχνα για την απατεωνιά των παπάδων που περιφέρουν πριονίδια του τιμίου ξύλου για να σνιφάρουν οι πιστοί.
Διαβάζω συχνά τους αγαπημένους μου συγγραφείς που πολέμησαν απροκάλυπτα την ιδιοκτησία και τον πουλημένο γάμο. Τη θρησκεία και τους κλαψομούνηδες νομπελίστες. Όταν ο Ηλίας Πετρόπουλος επισκέφτηκε τον Γιάννη Σκαρίμπα στην Χαλκίδα έγραψε:
Ήταν άνοιξη. Το δρομάκι και το σπίτι του Σκαρίμπα
γεμάτα αυτοφυείς ανθισμένες κίτρινες μαργαρίτες.
Το σπίτι δίπατο. Ανέβηκα στο πάνω πάτωμα.
Μια μεγάλη ταράτσα και το μικρό διαμέρισμα
του Σκαρίμπα, με θέα προς την πόλη.
Η πόρτα ανοιχτή. Ο Σκαρίμπας, όπως πάντα,
καθότανε διπλοπόδι στο ντιβανάκι του, ανάμεσα
στο παράθυρο και στο τραπέζι.
Στάθηκα στο κατώφλι και του είπα ποιος είμαι.
Πετάχτηκε όρθιος. Ήταν κοντούλης και μικροκαμωμένος.
Μα όταν άρχισε να μιλάει. μεταμορφώθηκε σε θεό.
Του είπα ότι μου αρέσει ο μαχαλάς του και ρώτησα
πότε αγόρασε το σπίτι. Αμέσως ξέσπασε.
Θα ήτο σκάνδαλον! – μου απάντησε – δεν έχω σπίτι,
μένω με ενοίκιο. Και λίγο αργότερα, προσέθεσε:
μισώ την ιδιοκτησία, τι με πέρασες Σεφέρη;»