Η Γιουλίκα δουλεύει στις καλλιέργειες πιπεριάς στην Ανδραβίδα και τις νύχτες δυσκολεύεται να κοιμηθεί.
Η παρακμή είναι ευλογία. Σε βοηθά να δεις ποιος πραγματικά είσαι και πόσο βαστούν τα κότσια σου. Όταν με χτύπησε ο καρκίνος και άρχισα τα νταραβέρια με γιατρούς, χημειοθεραπείες και ξεράσματα, κατάλαβα το νόημα της ζωής. Το νόημα της ζωής είναι η ζωή η ίδια. Που μας δίνεται μία κι άλλη καμία. Έπρεπε όμως να φτάσω ως το αμήν για να καταλάβω αυτό το απλό πράγμα. Το κουτό. Πιο πριν ούτε που το φανταζόμουν. Έτσι είναι οι αλήθειες μας. Όσο κάθονται όμορφα όμορφα μπροστά στα μάτια μας και δεν μας ενοχλούν, τις περιφρονούμε. Όταν μία από αυτές ραγίσει, έτσι όπως ραγίζει το κρύσταλλο στην πόρτα που δεν το είδες και πήγες και το κουτούλησες, τότε καταλαβαίνουμε τη διαφορά. Και τότε γινόμαστε απλοί. Σοφοί και απλοί, όπως είναι ο προορισμός μας.
Όσο κράτησε αυτή η περιπέτεια, έμαθα κι άλλα. Πολλά. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι κατά συρροήν ετοιμοθάνατοι ανασταίνονται πολύ εύκολα. Στο νοσοκομείο γνώρισα γυναίκες με το ίδιο πρόβλημα, που μόλις περνούσαν το κατώφλι πέθαιναν χειρότερα απ’ ό, τι στην καρέκλα του νοσοκομείου με τη φλέβα ανοιχτή να στάζει η χημεία. Για να πεθάνουν μαζί τους και οι αθώοι τους, οι μανάδες, οι άντρες και οι γιοί τους. Για να μοιραστούν τη συμφορά τους με τους ανθρώπους τους, λες και η συμφορά είναι κέικ που το κόβεις σε μερίδες και το κερνάς στον κόσμο για να το φάτε όλοι μαζί και να φχαριστηθείτε.
Κάποιες από αυτές έκρυβαν κάτω από το μανίκι το κουράγιο που με τα μάτια μου τις έβλεπα να δείχνουν μέσα, και στον έξω κόσμο παρίσταναν τις ανήμπορες, τις σκοτωμένες, ξέσκιζαν τις σάρκες των υγιών λες κι έφταιγαν αυτοί για τη δική τους ταλαιπωρία. Όχι πως είναι εύκολα πράγματα αυτά, προς Θεού. Κατάρα είναι. Οι διπλοί ρόλοι όμως με ρίχνουν. Την άλλη μέρα, στη λαϊκή ή στο καθαριστήριο, όταν γύρω δεν υπήρχε γνωστό μάτι και γνωστό αυτί, μιλούσαν με κουράγιο και θάρρος, όπως έπρεπε. Κι όλο έλεγαν πως είμαστε πιο δυνατές, το κακό δεν θα περάσει και τέτοια. Μου συνέβη κάμποσες φορές, δεν υπερβάλλω.
Από την άλλη, δεν θέλω να γίνομαι ξινή. Η ξινίλα είναι άδοξη, και με μαυρίζει. Μερικές φορές παραείμαι αυστηρή με τους άλλους επειδή έτσι έχω μάθει να είμαι και με τον εαυτό μου. Και αυτό είναι τρομακτικό. Καμιά φορά σκέφτομαι πως τις αρρώστιες μας τις επινοούμε μόνοι μας, και μόνοι μας τις προκαλούμε, από αγωνία και μοναξιά. Επειδή έχουμε ανάγκη να ασχοληθεί κάποιος μαζί μας, να γίνουμε το κέντρο του κόσμου του έστω και με αυτό τον τρόπο της αυτοκαταστροφής μας.
Κατά κάποιο τρόπο τιμωρούμε τον εαυτό μας για τις ελλείψεις μας, ποντάροντας στη μαγική εμφάνιση κάποιου που θα μας πάρει κάτω απ’ τη φτερούγα του, και θα μας πει «δεν πειράζει, τιμωρήθηκες που νιώθεις μοναξιά, αρρώστησες, και τώρα θα σε παρηγορήσω». Μπορεί κι εκείνες οι γυναίκες να εκλιπαρούσαν για λίγη στοργή. Μπορεί να έσερναν μέσα τους ερημιά αιώνων.
Τρία χρόνια τώρα, είπαν πως παραμένω καθαρή. Και τα δυο βυζιά στη θέση τους. Οι γιατροί με διαβεβαίωσαν πως από μόνη μου έκανα την περισσότερη δουλειά, μιας και πάντοτε έδειχνα σθένος. Έκτοτε προχωράω πεζή, κι εντελώς προσγειωμένη στην πραγματικότητα. Ξέρω πως ένα τρέκλισμα είναι υπόθεση δευτερολέπτων και πως δεν θέλει πολύ για να συμβεί.
Χτες τη νύχτα ονειρεύτηκα πως κρατούσα στην αγκαλιά μου ένα μωρό. Ένα νεογέννητο κορίτσι ήταν, που κολυμπούσε στα σιρόπια. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, πάντως το μωρό έσταζε σιρόπι. Καθόμασταν σε ένα σπίτι που δεν έχω ξαναδεί και είχα στεναχώρια, μήπως και νομίσουν οι γύρω μου πως εγώ έφταιγα που το μωρό κολλιάριζε και δεν ήταν καθαρό.
Μετά το πήρα παραμάσχαλα και έφυγα μέσα στη νύχτα. Όταν, μετά από ώρα, κατάλαβα πως το μωρό μου είχε πέσει και πως κάτω από τη μασχάλη μου είχα μόνο την κουβέρτα του, παραφρόνησα. Άρχισα να ψάχνω παντού σαν τρελή. Τότε, μέσα στο μυαλό μου, το παιδί έγινε αγόρι και κατάλαβα πως οι γονείς του ήταν ο Ε. και η Ι. από τα παλιά. Το μωρό είχε τα μάτια της συγχωρεμένης της Ι. Καταγάλανα και καθαρά. Και όλοι μαζί , ζώντες και τεθνεώτες, αρχίσαμε να ζούμε σε μια τοξική πόλη, όπου ό, τι κι αν ακουμπούσες ήταν θανατηφόρο, κι εμένα μου άρεσε να σέρνω το δάχτυλο στην κόχη των σκουπιδοτενεκέδων και να δοκιμάζω την τύχη μου για να δω αν θα μολυνθώ.
Στην Ανδραβίδα κατέληξα πέρυσι χάρη σε μια φίλη μου, την Ερμιόνη, που ήρθε από τους Άγιους Σαράντα με τον άντρα της κάμποσους μήνες πριν ανοίξουν οι δουλειές κι αρχίσουν να χρειάζονται χέρια στα χωράφια. Στην Αλβανία ήμουν δασκάλα μα με απέλυσαν επειδή ένας πατέρας με μήνυσε για βίαιη συμπεριφορά απέναντι στο γιο του. Η κατηγορία ευσταθούσε κατά το ήμισυ. Συνεχίζω πάντως να σκέφτομαι πως το βρωμόπαιδο τις άξιζε τις ξυλιές του. Στην Ελλάδα έγινα εργάτρια. Ήσυχη δουλειά. Η ζωή εδώ είναι απλή, επαναληπτική, χωρίς αναταραχές ή εκπλήξεις.
Το πρωί πιάνω δουλειά στις πέντε ακριβώς. Δεν με ενόχλησε ποτέ το πρωινό ξύπνημα. Αυτό που δεν αντέχω είναι τα ξενύχτια. Τα μεσημέρια, αργά, μόλις κάνουμε το διάλειμμα από τις πιπεριές, πάμε με τα κορίτσια και τρώμε στο μαγειρείο δίπλα στο γραφείο τελετών, που είναι δίπλα στο χωράφι. Είναι όλες τους ευγενικές, σχέσεις όμως δεν έχουμε ιδιαίτερες. Τις περισσότερες φορές δεν μιλάμε καν, πέρα από τα βασικά της επικοινωνίας. Καθεμιά χάνεται στις σκέψεις της και στο τέλος σηκωνόμαστε και φεύγουμε για την επόμενη βάρδια, σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια. Στο χωράφι συνεχίζω την κουβέντα με τον εαυτό μου. Άλλες τραγουδάνε, άλλες μουρμουρίζουν, άλλες δεν κάνουν τίποτα – εγώ πάω πιο πέρα τις σκέψεις μου.
Θα ήθελα να είχα κάποιον να του μιλάω για τα σχέδιά μου. Να του διηγούμαι την κοινή μας ζωή σε ένα μέλλον που δεν είναι καν σίγουρο πως πρόκειται να υπάρξει.
«Θα ζούμε σε ένα σπίτι χωρίς θεμέλια, χωρίς γείτονες, χωρίς φόρους», θα του έλεγα.
«Οι έγνοιες μας αφορούν μονάχα το μεσημεριανό φαγητό, τα βραδινά ποτά και τους νυχτερινούς οργασμούς μας. Η κυριότερη ασχολία μας θα είναι ο εντοπισμός και η καταγραφή νέων πλανητών.
Θα τους βρίσκουμε όμορφα ονόματα που δεν θα τα μάθει ποτέ κανένας. Ο χρόνος θα είναι κάτι σχετικό και σίγουρα πιο φιλικό προς τον χρήστη από τον γνωστό χρόνο. Η αυτάρκεια της απομόνωσής μας θα μας βοηθήσει να μας καταλάβουμε καλύτερα. Μπορεί και να μας μάθουμε απ’ την αρχή».
«Καμία προσπάθεια δεν πέφτει στο κενό», θα μου έλεγε εκείνος, και θα πότιζε αμέριμνος τα λουλούδια την ώρα που εγώ θα του παίζω στο πιάνο μια μελωδία που θα είχε νοσταλγήσει.
Σήμερα το πρωί μου συνέβη κάτι περίεργο. Την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου μπροστά στον καθρέφτη και σκεφτόμουν μια ιστορία που αγαπώ πολύ, είχα ένα déjà vu.
-Πώς θα τελειώσουν όλα αυτά; ρώτησα τον εαυτό μου.
-Δεν θυμάμαι, μου απάντησε.
Νευρίασα λίγο για όλη αυτή την άγνοια που με περιβάλλει. Έλεγα πως καθώς περνούν τα χρόνια θα γινόμουν όλο και πιο σοφή. Τελικά η αμνησία μου κερδίζει έδαφος ακόμα και σε θέματα τόσο προσωπικά όσο οι προηγούμενες ζωές μου. Βαθιά μέσα μου ξέρω πως κάτι τέτοιες στιγμές μιλάω με μια μετεμψύχωσή μου που έχει έρθει από το παρελθόν επειδή είναι η ώρα να μου πει κάτι. Επειδή είναι η ώρα της.
Κάποτε γνώριζα κάποιον που πίστευε στη μετεμψύχωση. Ήταν ευκατάστατος, και του άρεσε να με φροντίζει. Πέρα από ευκατάστατος ήταν και ικανός. Μπαινόβγαινε χωρίς να το ξέρει στα δωμάτια του νου των ανθρώπων, όμως επίσης χωρίς να το ξέρει άφηνε ξωπίσω του κάποια ίχνη. Μερικά ήταν αόρατα με γυμνό μάτι. Άλλα απαιτούσαν τόσο εξασκημένη όραση, που κατέληγαν να ακυρώνουν όλων σχεδόν των ειδών τα βλέμματα.
«Τι είναι αυτή η ιστορία με τα διπλά γυαλιά;» με είχε ρωτήσει έξω από έναν γιαπωνέζικο κήπο όπου είχαμε πιει κόκκινο κρασί και είχαμε φάει ριζότο και μια τάρτα τυριών, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.
«Κοντινή και μακρινή όραση», ήταν η απάντηση, που βέβαια δεν αφορούσε εκείνα τα άλλου είδους ίχνη.
Ελάχιστα τον ενδιέφεραν όμως όλα αυτά. Γι’ αυτό συνέχισε απλώς να μπαινοβγαίνει. Μέχρι που με βαρέθηκε, και άλλαξε στέκια. Εντωμεταξύ είχα προλάβει να τον θελήσω.
Αυτή την ιστορία σκεφτόμουν το πρωί κι έκανα την ερώτηση στον εαυτό μου. Νευρίασα που δεν θυμόταν την απάντηση, από την άλλη βέβαια μπορεί και να τον εμπόδισε η μετεμψύχωσή μου από κάποιο παράλληλο σύμπαν να ομολογήσει την κατάληξη των πραγμάτων. Το κακό είναι πως όσα προσποιούμαι πως αγνοώ ,τα γνωρίζω ήδη. Απλώς μερικές φορές αναζητώ αιτίες για να κάνω πως τα ξεχνώ και να δοκιμάσω μήπως και γίνεται να αλλάξει η ροή των πραγμάτων χάρη σε κάποια μαγική σκέψη.
Τις νύχτες δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Κι όταν τελικώς τα καταφέρω, τα όνειρά μου έρχονται σαν μαύρα πουλιά μέσα απ’ το κεφάλι μου και με ξυπνούν. Έχω δει κοράκια να πετάνε στον ουρανό, ποτέ όμως να ξεπηδάνε μέσα από ανθρώπινα κεφάλια. Τα όνειρά μου είναι τέτοιου είδους. Ανύπαρκτα για τον κόσμο, ανησυχητικά για μένα. Όπως μπορεί να είναι εκατομμύρια άλλα όνειρα μέσα σε εκατομμύρια άλλα κεφάλια, δηλαδή. Δεν διεκδικώ δικαίωμα σε κάποια διαφορετικότητα. Ούτε πιστεύω πως είμαι μοναδική. Εξάλλου, στα δέκα παράλληλα χωροχρονικά σύμπαντα που ζούμε ταυτοχρόνως, είμαι βέβαιη πως οι υπόλοιποι εαυτοί μου – άλλος μωρό, άλλος μεσήλικος και άλλος υπέργηρος – τα έχουν βαρεθεί πλέον όλα.
*
©Μαρία Πετρίτση
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com, 2014