Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
«Τι σκέφτεστε;»
Το πρώτο ερώτημα, ίσως, όταν έφτασαν στη γη ο Αδάμ και η Εύα, αμαρτωλοί και διωγμένοι και πρόσφυγες από την Εδέμ.
Το πιο εξοντωτικό ερώτημα έγινε μια συνήθης διαδικασία, μια ρουτίνα όλου του κόσμου. Και μάλιστα, το απαντάς καθημερινά με μια επανάληψη που μέχρι πρότινος θα σου φαινόταν ακατάστατη. Θα αναρωτιόσουν σαστισμένος… “Μα γιατί με ρωτάει διαρκώς;”.
Ίσως, το έβρισκες και προσβλητικό να εισχωρεί κάθε τρεις και λίγο πίσω από το οστέινο κέλυφος, το απενοχοποιημένα αδιαπέραστο κάστρο εσαεί, το κρανίο.
Πραγματικά, ακαταμάχητο.
Εκούσια, αφήνεις την διαδικτυακή ερώτηση να περάσει. Την καλωσορίζεις και στο σαλόνι σου, μερικές φορές. Της κάνεις και νάζια, αν τύχει να πέσει σε χειμερία νάρκη για καμιά βδομάδα, καθώς ζεις μηχανικά.
Της σκέψης το αναφαίρετο σου δικαίωμα για ιδιωτικότητα πάει στράφι.
Κλείνεις τα μάτια και υπάρχει στον κυβερνοχώρο πάντα έτοιμη και άδεια η ευγενικά διατυπωμένη έρωτηση “Τι σκέφτεστε;”. Σαν σακούλα του σούπερ-μάρκετ, τυποποιημένη να αναπαραχθεί μέχρι να σκιστεί σε χιλιάδες μικρά κομματάκια και να λιώσει. Μια ετικέτα χωρίς γραμμές, να την στουμπώσεις με ανούσια και ουσιώδη, με εσένα και τους άλλους και με τον κόσμο. Ένα σκυλολόι περιφέρεται γύρω από το κούφιο φέρετρο. Ενταφιάζεις την οποιαδήποτε μοναδικότητα της σκέψης σου ευλογώντας τα γένια της ενορίας του διαδικτύου.
Θέλω μια μέρα να γεμίσω τον τοίχο που έχτισα με πρώτη ύλη με όλη μου την ουσία και όλη μου την ατίθαση πλευρά και όλη την ανθρώπινη μου βλακεία μα και την ενδελεχή μετριότητά μου, με το όνομά του. Μόνο αυτό σκέφτομαι. Εδώ και πάντα.
Οι άλλοι σκέφτονται κάτι καλύτερο από μένα τις περισσότερες φορές. Πυργοδεσπότες-δάχτυλα εγκαινιάζουν πληκτρολόγια με φλόγωση οραματιστή και πάθος εγκλεισμένου σε μοναστήρι που τον πετάνε στη μέση μιας διονυσιακής γιορτής.
«Τι σκέφτεστε;»
Σαν πληγωμένος ερωτικός σύντροφος που ρωτάει μετά από απιστία αν τον αγαπάς.
Σαν μαλωμένοι φίλοι, αν θες να κάνεις παρέα μαζί του.
Ένα κρεμασμένο πρόσωπο όλο παράπονο και ταπεινοφροσύνη.
Και ό,τι αφήσαμε στις άκρες του πεζοδρομίου να το ξεπλύνουν τα απόνερα της βροχής, τώρα το περισυλλέγουμε με χειρουργική προσοχή ξανά, πιο προστατευτικά από ποτέ.
Καμία σκέψη δεν πάει χαμένη.
Παλιά, πετούσαμε και τίποτα.
Και βέβαια, βασανιστική έπαρση.
Ένας εθισμός και μια υποχρέωση.
Σκεφτόμαστε και το καταγράφουμε, άρα υπάρχουμε χωρίς να μας έχουν δει ποτέ.
Περίεργο και περίπλοκο.
Μπαμπέσικο ερώτημα. Δε ξέρεις τι θα ξεβράσει κάθε φορά. Φονικά και θαύματα.