Tvxs Ανάλυση | 12:37 | 14 Νοε. 2015
Γιώργος Στάμκος
«Ω Θεέ μου, δείξε μου τον εχθρό. Όταν ξέρει κανείς ποιος είναι ο εχθρός του μπορεί να τον σκοτώσει. Όμως αυτοί οι άνθρωποι με μπερδεύουν. Ποιος με πληγώνει; Ποιος καταστρέφει τη ζωή μου; Πες μου σε ποιόν ν’ ανταποδώσω τα χτυπήματα;» Β.Σ. Νάιπουλ, In a Free State, 1971
«Αν θέλεις να πάρεις κάτι από την ψυχή της Ανατολής μην την πλησιάζεις σαν ξένη χώρα, μα σαν να επιστρέφεις στον τόπο σου –στον εαυτό σου… Μην πηγαίνεις συγκαταβατικά, ως φορέας του πολιτισμού, αλλά ως μαθητής, ταπεινός και δεκτικός». Marcus Ehrenpreis, The Soul of East, 1927
Από την αυγή της ιστορίας η ανθρωπότητα δεν έζησε πάνω από έναν μήνα δίχως πόλεμο. Οι περισσότεροι πόλεμοι δεν ήταν απλοϊκές μανιχαϊστικές συγκρούσεις ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς», αλλά αποτελέσματα έντονων γεωπολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών ανταγωνισμών με στόχο την κυριαρχία. Πριν από δύο αιώνες ο Καρλ φον Κλαούσεβιτς, στο περίφημο σύγγραμμά του Περί του Πολέμου, είχε αποφανθεί πως «ο πόλεμος είναι μια απλή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Δύο αιώνες αργότερα ο άνθρωπος συνεχίζει να πολεμά με πολιτικούς όρους, επιδιώκοντας να επιβάλει με τη βία τη θέληση και την κυριαρχία του πάνω στον αντίπαλο του.
Το Δώρο του Εχθρού
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα η Δύση, που αντιπροσώπευε τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, έδωσε σκληρές μάχες ενάντια στον ολοκληρωτισμό, ο οποίος εμφανίστηκε με τη μορφή της Ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής «Αυτοκρατορίας». Τελικά νίκησε, τοποθετώντας την ελευθερία, τη δημοκρατία, αλλά κυρίως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο επίκεντρο του σύγχρονου πολιτισμού. Μετά το «τρομοκρατικό Περλ Χάρμπορ» της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 αυτό που υπήρξε ο φασισμός, ο ναζισμός και ο σταλινισμός για τον Δυτικό κόσμο του 20ου αιώνα κατέστη πλέον ο θεοκρατικός φονταμενταλισμός του Ισλάμ. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός κατέλαβε τη θέση που προηγουμένως κατείχε η «κόκκινη απειλή», δηλαδή ως ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της Δύσης. Αυτή η «αλλαγή φρουράς» δεν συνέβη σε μια μέρα. Υπήρξε αποτέλεσμα ορατών και αόρατων διεργασιών που κυοφορούνταν εδώ και αρκετά χρόνια.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980 η ύπαρξη της «Αυτοκρατορίας του Κακού», δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνιστικού μπλοκ γενικότερα, συσπείρωνε τις χώρες της Δύσης και τις ωθούσε σε εξοπλιστικό αμόκ αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» εξαλείφθηκε και η Δύση βρέθηκε ξαφνικά στην άχαρη θέση του αμήχανου νικητή. Η «νίκη» στον Ψυχρό Πόλεμο τοποθέτησε τη Δύση κυριολεκτικά πάνω σε «αναμμένα κάρβουνα», καθώς εναπόθεσε στους ώμους της την υποχρέωση, εκτός από το να βοηθήσει τον Τρίτο Κόσμο, να συνδράμει και την πρώην κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη. Οι πολίτες των Δυτικών χωρών άρχισαν τότε να αναρωτιούνται για τη σκοπιμότητα διατήρησης των υπέρογκων αμυντικών δαπανών, εφόσον οι νέες συνθήκες μετακυλούσαν τους διεθνείς ανταγωνισμούς από το στρατιωτικό στο οικονομικό πεδίο. Εφόσον ο αγώνας γινόταν πλέον για τον έλεγχο των αγορών και για τη διαμόρφωση των καταναλωτικών προτιμήσεων, ποιος ο λόγος να ξοδεύονται δισεκατομμύρια, προερχόμενα από τη φορολογία απρόθυμων πολιτών, πάνω σε πανάκριβα και αντιπαραγωγικά οπλικά συστήματα τη στιγμή που δεν υπήρχε κανένας ορατός εχθρός;
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Δύσης βρέθηκε σε δύσκολη θέση κι έπρεπε να δράσει ώστε να εξασφαλίσει τα συμφέροντά του. Έπρεπε να εφεύρει γρήγορα ένα νέο εχθρό για να αισθάνονται οι πολίτες της ανεπτυγμένης Δύσης διαρκώς «υπό απειλή», έτσι ώστε να μην δυσανασχετούν για τη διατήρηση των υπέρογκων αμυντικών δαπανών.Και ο νέος αυτός εχθρός δεν ήταν άλλος από τους «κακούς» ισλαμιστές, που μέχρι τη δεκαετία του 1980 ενισχύονταν και χρησιμοποιούνταν από τη Δύση στον αγώνα της κατά των επίσης «κακών» κομμουνιστών.
Είναι ολοφάνερο πως η ύπαρξη εχθρών θεωρείται ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του Δυτικού πολιτικοστρατιωτικού συστήματος και κυρίως για την επιβίωση των αμυντικών βιομηχανιών, που αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της οικονομίας πολλών χωρών του Δυτικού κόσμου. Εξάλλου, χωρίς την ύπαρξη εχθρού, ακόμη και το ΝΑΤΟ, το σημαντικότερο εργαλείο προώθησης της αμερικανικής ηγεμονίας, δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Για τις ΗΠΑ, μια υπερδύναμη με φιλοδοξίες και δυνατότητες παγκόσμιας εμβέλειας, ένας εχθρός αποτελεί πάντα ένα ευπρόσδεκτο δώρο, ένα άλλοθι για την επέκταση της κυριαρχίας της…
Η κατασκευή του «ισλαμιστή εχθρού» δεν πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια νύχτα, αλλά σταδιακά, με την προσεκτική αξιοποίηση τραγικών γεγονότων όπως η ιρανική ισλαμική επανάσταση (1979), ο πόλεμος στον Κόλπο (1990-1991), αλλά κυρίως με την αξιοποίηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, η ρητορική του οποίου αποτελεί ως ένα βαθμό αντίδραση στην αποικιακή και μετα-αποικιακή «κατάκτηση» του ισλαμικού κόσμου από τη Δύση. Αυτή η νέα απειλή, εμποτισμένη στη θρησκευτική μισαλλοδοξία και γαρνιραρισμένη με θεωρίες περί «σύγκρουσης των πολιτισμών», παρουσιάστηκε ως εναλλακτική λύση στην απώλεια της «κομμουνιστικής απειλής». Οι πόλεμοι πλέον του «ελεύθερου κόσμου» αναβαπτίστηκαν σε «σταυροφορίες». Και οι στρατιωτικές επιτυχίες της Δύσης παρουσιάστηκαν ως τιμωρίες των «κακών» και «σατανικών» δυνάμεων και όχι ως ωμή επιβολή της θέλησης του ισχυρού προς τον αδύναμο.
Το 1991 ο πόλεμος κατά του Ιράκ, με πρόσχημα την απελευθέρωση του Κουβέιτ από τον «Σατανά» Σαντάμ Χουσέιν, μέθυσε το Δυτικό κόσμο, που δεν επιζητεί πλέον να κατανοήσει και να επιλύσει τα περιφερειακά προβλήματα, αλλά απλώς να καταδικάσει και να τιμωρήσει τους «κακούς», όπως έκανε και στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας. Η δυτική κοινή γνώμη θέλει τους υπαίτιους και την τιμωρία τους, και όχι τις εξηγήσεις ή τη λύση των προβλημάτων. Ο τηλεθεατής αισθάνεται πλέον δικαστής σ’ ένα στημένο «δικαστήριο της ιστορίας», κρίνοντας συχνά με πλασματικές εικόνες και όχι με πραγματικές καταστάσεις. Μπορεί έτσι να προωθηθεί εύκολα η δαιμονοποίηση του «Άλλου» και η ενίσχυση της διχοτομίας Ανατολής – Δύσης.
Η κόλαση είναι οι Άλλοι!
Πριν από δύο αιώνες η Δύση, έχοντας ισχυροποιηθεί χάρη στη Βιομηχανική Επανάσταση, τον εκσυγχρονισμό και την πολιτιστική της ανάπτυξη, επιχείρησε να θέσει όλο σχεδόν τον πλανήτη υπό από τον έλεγχο της. Αυτή η προσπάθεια, που επενδύθηκε δεόντως με έναν «εκπολιτιστικό μανδύα» –αποτέλεσμα μιας αυθαίρετης θεώρησης του Δυτικού ως του μόνου «ανώτερου» πολιτισμού στη Γη–, οδήγησε στην κατασκευή της διχοτομίας Ανατολή-Δύση, όπου η Ανατολή θα έπαιζε το ρόλο του «Άλλου», όχι του απολίτιστου αλλά του διαφορετικού πολιτισμού, το «αντίπαλο δέος» της Δύσης, η οποία και αποτελούσε το ηγεμονικό σκέλος της διχοτομίας.
Για να νομιμοποιηθεί αυτή η διχοτομία επιστρατεύτηκαν ερμηνευτικά μοντέλα (γεωπολιτικά, γεωφιλοσοφικά, κοινωνικοπολιτικά, πολιτιστικά, ψυχολογικά κ.α.), που εξηγούσαν τη διαφορετική εξέλιξη της Ανατολής και της Δύσης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το γεωφιλοσοφικό μοντέλο η Δύση αντιπροσωπεύει τη θάλασσα, ενώ η Ανατολή την ξηρά. Έτσι η πρώτη ενσαρκώνει την κινητικότητα, τη ροή, το χάος, τον φιλελευθερισμό, τον εκσυγχρονισμό και τον ορθολογισμό, ενώ η δεύτερη τη στατικότητα, την απολυτότητα, την τάξη, τη συντήρηση, το μυστικισμό και την παράδοση.Σύμφωνα με ένα άλλο «politically correct» ερμηνευτικό μοντέλο, η Δύση βασίζεται στην ετερογνωσία, ενώ η Ανατολή στην αυτογνωσία. Η ετερογνωσία οδηγεί στην επιστήμη, ενώ η αυτογνωσία στον εσωτερισμό. Η Δύση βασίζεται στη δύναμη της θέλησης, ενώ η Ανατολή στη δύναμη της σοφίας. Συνεπώς η Δύση κλίνει προς τον ορθολογισμό και τον ανθρωπισμό, ενώ η Ανατολή προς τη μεταφυσική και τη θεοκρατία.
Στα πλαίσια της διχοτομίας Ανατολή-Δύση επινοήθηκε και ο Ανατολισμός ή Οριενταλισμός (Orientalism), ως ένας Δυτικός τρόπος κυριαρχίας, αναδόμησης κι επιβολής της εξουσίας πάνω στην Ανατολή. Σύμφωνα με τονEdward Said ο Ανατολισμός επινοήθηκε για να υποδουλώσει πολυεπίπεδα την Ανατολή στη Δύση. Οι φορείς του στόχευαν στην εμπέδωση και διάδοση του Δυτικού τεχνολογικού και νεωτερικού τρόπου ζωής και την αλλοτρίωση των παραδοσιακών πολιτιστικών και κοινωνικών μορφωμάτων, ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου κυριαρχούσε ακόμη ένας πολιτισμός θεοκρατικού τύπου.
Η αντίδραση δεν άργησε να φανεί. Εμφανίστηκε κάπως όψιμα τη δεκαετία του 1970 με τη μορφή της λεγόμενης «ισλαμικής αναβίωσης», η οποία σηματοδότησε τη μαζική στροφή των μουσουλμάνων προς το Ισλάμ ως πηγή ταυτότητας, νοήματος, δύναμης και ελπίδας. Το Ισλάμ, που δεν είναι απλώς θρησκεία αλλά και τρόπος ζωής, προσέφερε «μια αξιοπρεπή ταυτότητα στις πρόσφατα ξεριζωμένες μάζες της υπαίθρου» ( Έρνεστ Γκέλνερ). Ο πυρήνας της «ισλαμικής αναβίωσης» ήταν οι μουσουλμάνοι φοιτητές και οι διανοούμενοι, που αν και αποδέχονταν τον εκσυγχρονισμό απέρριπταν ωστόσο τις αξίες και την κουλτούρα της Δύσης.
Η «ισλαμική αναβίωση» ευνοήθηκε πολύ από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970, που αύξησε τον πλούτο, την αυτοπεποίθηση και την ανεξαρτησία των μουσουλμανικών κρατών έναντι της Δύσης. Οι Άραβες του Κόλπου χρησιμοποίησαν το όπλο του πετρελαίου, που ερμηνεύτηκε μεταφυσικά ως «δώρο του Αλλάχ» στους πιστούς του, για να επιβάλουν ταπεινωτικές κυρώσεις (πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973) στους Δυτικούς και να αποδείξουν την περιφρόνησή τους για τον χριστιανισμό. Από την άλλη οι ισλαμιστές έδρεψαν και τους καρπούς της αντικομμουνιστικής εκστρατείας της Δύσης, εισπράττοντας οικονομική, στρατιωτική και ηθική βοήθεια, εμφανιζόμενοι μάλιστα συχνά στα Δυτικά ΜΜΕ ως «μαχητές της ελευθερίας», όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν που μάχονταν κατά της σοβιετικής εισβολής.
Οι ακραίοι οπαδοί της «ισλαμικής αναβίωσης» είναι γνωστοί κι ως φονταμενταλιστές ή ισλαμιστές, που πιστεύουν στο θεοκρατικό έλεγχο της σκέψης και της συμπεριφοράς του ατόμου. Με τον όρο φονταμενταλισμόςπεριγράφεται η ιδεολογία του αντινεωτερισμού (antimodernism), που διάκειται εχθρικά απέναντι στην εκκοσμίκευση (secularism), τον «υλισμό» (materialism) και κατ’ επέκταση απέναντι στη «διεφθαρμένη Δύση».Αντιτίθεται στις πολιτικές κοινωνίες που απορρέουν από το Διαφωτισμό. Οι θεοκρατικοί φονταμενταλιστές διακατέχονται από μεταφυσικό πάθος για το θάνατο, ενώ αρνούνται απόλυτα τον «Άλλο»: δύο στοιχεία που συνιστούν μιανέα μορφή μηδενιστικού μίσους, ενός αδιέξοδου τυφλού μίσους που απεχθάνεται την ελευθερία –και συνεπώς τη δημοκρατία– και αρνείται ακόμη και την ίδια τη ζωή.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε πως η θρησκεία, στο βαθμό που δεν διεκδικεί το μονοπώλιο του πνεύματος και της εξουσίας από τα λαϊκά κράτη, δεν είναι εχθρός της δημοκρατίας. Αντίθετα σε πολυθρησκευτικές κοινωνίες με ξεκάθαρο διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους, ο θρησκευτικός πλουραλισμός ενισχύει την ζωτικότητα της δημοκρατίας. Ούτε και ο φανατισμός είναι αναγκαστικά απειλή, αλλά μόνον οι φανατικοί που πιστεύουν, όπως προαναφέραμε, στο θεοκρατικό έλεγχο της σκέψης και της συμπεριφοράς του ατόμου. Οι θρησκείες ωστόσο όπως το σκληροπυρηνικό Ισλάμ τύπου ISIS, που συνδυάζουν ολοκληρωτισμό και «παγκόσμια αποστολή», δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τη δημοκρατία. Αυτός ο ανίερος συνδυασμός είναι εχθρός της δημοκρατίας και των ελευθεριών που παρέχει στους πολίτες της. Και είναι λογικό να βρίσκεται μονίμως σε εμπόλεμη κατάσταση μαζί της.
Τζιχάντ και Σταυροφορίες
Είναι γεγονός πως η εχθρότητα του Ισλάμ δεν εστιάζεται αποκλειστικά απέναντι στη Δύση. Ολόκληρη η ζώνη επαφής των μουσουλμανικών χωρών με εκείνες που ανήκουν σε άλλους πολιτισμούς (Ορθόδοξο, Ινδουϊστικό, Κινέζικο και Αφρικανικό) χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα θερμή και εγγενώς συγκρουσιακή. Από την εμφάνισή του ωστόσο τον 7ο μ.Χ. αιώνα το Ισλάμ πολέμησε θανάσιμα το χριστιανικό κόσμο για εξουσία, εδάφη και ψυχές και πρέπει να σημειωθεί πως η μισή σχεδόν έκταση που καταλαμβάνει σήμερα ο ισλαμικός κόσμος άνηκε προηγουμένως στους Χριστιανούς (βόρεια Αφρική, Συρία, Μεσοποταμία, Μικρά Ασία κ.α.). Η Ευρώπη βρισκόταν κάτω από τη συνεχή απειλή του Ισλάμ σχεδόν για μια χιλιετία, από την πρώτη απόβαση των Μαυριτανών στην Ισπανία ως τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683) από τους Οθωμανούς. Κατάφερε όμως να αποκρούσει τις εισβολές και στη συνέχεια να αντεπιτεθεί, θέτοντας το μεγαλύτερο τμήμα του μουσουλμανικού κόσμου κάτω από την κυριαρχία της.
«Η Ρώμη (σ.σ. Δύση) είναι ο εχθρός μας ως την Ημέρα της Κρίσεως»,υποστηρίζουν οι φανατικοί ισλαμιστές, που ερμηνεύουν το Κοράνιαποσπασματικά επιδιώκοντας τη δαιμονοποίηση της Δύσης. Χρησιμοποιώντας φράσεις του Κορανίου όπως «…για τους απίστους έχουμε ετοιμάσει οδυνηρή τιμωρία», οι φονταμενταλιστές επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν την επιθετική αντίδρασή τους βαπτίζοντας την «ιερό πόλεμο» (Τζιχάντ).
Η σύγκρουση ανάμεσα στο χριστιανικό και στο μουσουλμανικό κόσμο εντείνεται, παραδόξως, κι από τα κοινά τους στοιχεία. Και οι δύο θρησκείες (Χριστιανισμός και Ισλάμ) είναι μονοθεϊστικές, εμπορευόμενες μάλιστα από το ίδιο ιερό κείμενο, τη Βίβλο, όμως στην κοσμοθέαση τους υπάρχει πάντα το «Εμείς» και οι «Άλλοι». Και οι δύο θρησκείες είναι οικουμενικές, ισχυριζόμενες ότι κατέχουν τη «μόνη εξ αποκαλύψεως αλήθεια», και διεκδικούν για λογαριασμό τους το μεταφυσικό μονοπώλιο των πιστών τους. Και οι δύο θρησκείες έχουν εσχατολογικές αντιλήψεις για την ιστορία, αντίθετα με τις κυκλικές ή στατικές αντιλήψεις των άλλων πολιτισμών. Και οι δύο θρησκείες μόλις τους δινόταν η ευκαιρία επεκτείνονταν μέσω των κατακτήσεων και γι’ αυτό διαθέτουν τις ταυτόσημες έννοιες του «Τζιχάντ» και της «Σταυροφορίας»…
Η βασικότερη διαφορά μεταξύ τους απορρέει από το γεγονός ότι το Ισλάμ αποτελεί τρόπο ζωής, που ενώνει τη θρησκεία με την πολιτική, ενώ στη Δύση ο διαχωρισμός Θεού και Καίσαρος ισχύει εδώ και αιώνες. Το Ισλάμ δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα δεδομένα και στις αξίες του σύγχρονου δημοκρατικού κόσμου και των ανοικτών, ορθολογικών κοινωνιών, επειδή βρίσκεται κατά μία έννοια στο δικό του «Μεσαίωνα», καθώς έχουν περάσει μόνον 14 αιώνες από την εμφάνιση του στο προσκήνιο της ιστορίας. Έτσι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός του 20ου αιώνα, θα μπορούσε να συγκριθεί με το χριστιανικό σταυροφορικό πάθος του 12ου μ.Χ. αιώνα. Όπως είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Μακεδονία ο Έλληνας μουσουλμάνος Ιμπραήμ Ονσούνογλου, ψυχίατρος και πρώην βουλευτή: «Η διαφορά του Ισλάμ με τις άλλες θρησκείες είναι ότι δεν έζησε Διαφωτισμό, όπως ο Χριστιανισμός, κι έτσι οι αξίες που κρατούν το Ισλάμ ακόμη ζωντανό δεν έχουν ξεπεραστεί». Καθόλου παράξενο που οι φιλελεύθερες αξίες δεν μπορούν ακόμη να ριζώσουν στο αφιλόξενο περιβάλλον της ισλαμικής κουλτούρας, που βιώνει ακόμη ένα είδος «Μεσαίωνα»…
Ο ακήρυχτος πόλεμος Ισλάμ – Δύσης
Η αντιπαλότητα Δύσης-Ισλάμ πηγάζει κι από το γεγονός πως οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ακράδαντα για την ανωτερότητα της κουλτούρας τους, ενώ ταυτόχρονα βασανίζονται από έμμονες ιδέες για την κατωτερότητα της δύναμής του. Μισούν, αλλά ταυτόχρονα φοβούνται τη Δύση, που τη βλέπουν ως την πηγή του υλισμού, της διαφθοράς και της ανηθικότητας. Από την άλλη η Δύση πιστεύει όχι μόνον στην ανωτερότητα του πολιτισμού της αλλά και στην παγκοσμιότητα του και γι’ αυτό χρησιμοποιεί τη δύναμή της για την εξάπλωση αυτού πολιτισμού σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Παρά την αναμφισβήτητη προς το παρόν πρωτοκαθεδρία της Δύσης υπάρχει ένας σημαντικός παράγοντας που γέρνει αποφασιστικά υπέρ του Ισλάμ: η δημογραφία. Ενώ ο αριθμός των χριστιανών συνεχίζει να αυξάνεται πληθυσμιακά λόγω του προσηλυτισμού (κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική και στην ανατολική Ασία), ο μουσουλμανικός πληθυσμός μεγευνθύνεται εξ αιτίας της ταχείας δημογραφικής του αύξησης. Έτσι, ενώ σήμερα αποτελούν το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού το 2025 οι μουσουλμάνοι θα αποτελούν σχεδόν το 30% του πληθυσμού της Γης. Ο ισλαμικός κόσμος γνωρίζει μια πρωτοφανή δημογραφική έκρηξη. Για παράδειγμα το Πακιστάν από τα σημερινά 141 εκατομμύρια κατοίκους θα φθάσει τα 267 εκατομμύρια το έτος 2050 μ.Χ., η Αίγυπτος από 83 εκ. θα γίνει 120 εκ. , το Αφγανιστάν από 24 εκ. θα γίνει 67 εκ., και η Σαουδική Αραβία από 22 εκ. θα εκτιναχθεί στα 91 εκ. το έτος 2050! Αυτή η αλματώδης δημογραφική αύξηση δεν μπορεί ωστόσο να συνεχίζεται για πολύ ακόμη. Οι δημογραφικές δεξαμενές του ισλαμικού κόσμου προβλέπεται να εξαντληθούν γύρω στο 2030 μ.Χ, και τότε η «ισλαμική αναβίωση» θα χαθεί στην ιστορία, επειδή δεν θα μπορεί πλέον να στηριχτεί στις μάζες των γεμάτων αδρεναλίνη αλλά χωρίς προοπτικές νέων των ισλαμικών χωρών.
EURABIA
Ωστόσο, κατά την περίοδο της δημογραφικής έκρηξης του μουσουλμανικού κόσμου, υπάρχει ένας ορατός κίνδυνος για τη Δύση και ιδιαίτερα για την Ευρώπη: η ισλαμοποίηση μέσω της μετανάστευσης. Ανέκαθεν οι «πιστοί» μετακινούνταν και εγκαθίσταντο σε περιοχές των «απίστων», ακολουθώντας τα λόγια του Μωάμεθ: «Όπου εγκατασταθούν ο Μουσουλμάνοι, εκεί είναι και η πατρίδα τους». Ήδη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ζουν εκατομμύρια μουσουλμάνοι (στη Γαλλία αποτελούν το 9% του πληθυσμού). Υπάρχουν αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις που διαθέτουν ήδη «μουσουλμανικά γκέτο» (π.χ. Βερολίνο), όπου απαγορεύεται η είσοδος στους μη μουσουλμάνους.
Προς το παρόν στην Ευρώπη δεν μπορούν να «λάμψουν» τα σπαθιά του Ισλάμ, με εξαίρεση βέβαια τις σποραδικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Αυτό όμως θα συμβεί όταν ο αριθμός των «πιστών» φθάσει σ’ έναν εύλογο ποσοστό π.χ. στο 30% του πληθυσμού τα των χωρών που τους φιλοξενούν. Τότε ενδέχεται να ζητήσουν κι άλλα δικαιώματα και κυρίως να «διορθώσουν» την συμπεριφορά του περιγύρου τους, ώστε οι «άπιστοι» να μην «μολύνουν» το ισλαμικό περιβάλλον με τη συμπεριφορά τους. Έτσι θα αναγκάσουν π.χ. τις «ανήθικες» Ευρωπαίες να μην προκαλούν τις «ηθικές» μουσουλμάνες με το προκλητικό ντύσιμο και τη συμπεριφορά τους…
Ισλάμ και γυναίκα
Από την άλλη είναι ξεκάθαρο πως ο «Δούρειος Ίππος» για την ουδετεροποίηση του ισλαμικού κόσμου είναι τα δικαιώματα της γυναίκας.Η μαζική και «νόμιμη» καταπίεση του γυναικείου φύλου τροφοδοτεί την επιθετική και μισαλλόδοξη συμπεριφορά των αρσενικών μουσουλμάνων. Αν επικρατήσει η άποψη ότι η γυναίκα δεν είναι ιδιοκτησία του άνδρα κι αν απαγορευτεί η ισλαμική «ενηλικίωση» της στην ηλικία των εννέα ετών, η γυναικεία «περιτομή» ή κλειτοριδεκτομή (αφαίρεση κλειτορίδας), το «δικαίωμα» του άνδρα να χειροδικεί πάνω της, η πολυγαμία κ.α. τότε ο ισλαμικός κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. Η συνειδητοποίηση των γυναικών του ισλαμικού κόσμου ότι πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες, θα ανατρέψει πολλές από τις αρνητικές κι επιθετικές συμπεριφορές αυτού του πολιτισμικού χώρου.
Στα μάτια των μουσουλμάνων η Δύση είναι «άθεη», καθώς η εκκοσμίκευση επιτρέπει στους πολίτες των Δυτικών χωρών να μην ασπάζονται, αν το επιθυμούν, καμία θρησκεία και στα κράτη τους να μην «θρησκεύονται» (εξαίρεση αποτελεί βέβαια η Ελλάδα). Η ειρωνεία είναι ότι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η Δύση κατηγορούσε το αντίπαλο της κομμουνιστικό μπλοκ ως «αθεϊστικό», ενώ σήμερα οι μουσουλμάνοι χαρακτηρίζουν τη Δύση ως «άθεη»…
Τόσο το Ισλάμ, όσο και η Δύση εκμεταλλεύονται το ένα τις αδυναμίες και τα μειονεκτήματα του άλλου. Οι ισλαμιστές τρομοκράτες εκμεταλλεύονται τις ανοικτές κοινωνίες της Δύσης για να τοποθετούν βόμβες, να κάνουν αεροπειρατείες και να πραγματοποιούν τυφλά χτυπήματα με αθώα θύματα. Από την άλλη οι στρατιωτικοί μηχανισμοί της Δύσης εκμεταλλεύονται τους απροστάτευτους εναέριους χώρους των ισλαμικών χωρών για να βομβαρδίζουν ανενόχλητοι τους στόχους τους. Ένας ακήρυχτος πόλεμος βρίσκεται εδώ και χρόνια σε εξέλιξη και αναμένεται να ενταθεί εξ αιτίας της εκστρατείας αντιποίνων που ξεκίνησαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους. Από το μέγεθος και το μήνυμα των αμερικανικών αντιποίνων και από την αντιδυτική κινητοποίηση και συσπείρωση των μαζών των ισλαμικών χωρών, θα εξαρτηθεί αν αυτός ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας εκφυλιστεί σε νέο «ιερό πόλεμο» ανάμεσα στη Δύση και στο Ισλάμ…
* Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού ΖΕΝΙΘ (www.zenithmag.wordpress.com).
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Ολάντ: «Πράξη πολέμου» οι επιθέσεις – Τριήμερο πένθος στη…