Posted on November 18, 2015 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Σκηνή από το “We need to talk about Kevin”
To μετρό δεν κάνει στάση στο Σύνταγμα. Περνάει χωρίς να ανοίγει τις πόρτες του και από το σταθμό “Πανεπιστήμιο”. Δεν αφήνει επιβάτες ούτε στο σταθμό της Ομόνοιας.
Οι σταθμοί μένουν σκοταδεροί, πηγμένοι στην αλαζονεία του μαύρου, που απορροφά οποιαδήποτε χαραμάδα διαφυγής ή σωτηρίας. Πάντα, οι φωταγωγημένοι σταθμοί του μετρό που μοιάζουν αταξικοί, άχρονοι, λείοι μπροστά στην ταχύτητα της καθημερινότητας, είναι αγχοτικά φοβικοί κάτω από την επιφάνεια της γης… ένας άλλος κόσμος, που όλοι είμαστε ίσοι. Όπως όταν κοιμόμαστε.
Ξέχωρα οι ερωτευμένοι. Αυτοί ποτέ δεν είναι ίσοι με τους άλλους ούτε ίσοι μεταξύ τους. Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν απλά πράγματα. Μπροστά σε μεταδοτικούς καθηγητές, σε μανάδες με υπομονή να εξηγήσουν σε νήπια γιατί οι θάλασσες δε χύνονται στους ορίζοντες, γιατί τα παζάρια γίνονται τις Κυριακές και γιατί η ματαιοδοξία είναι ίδιον των ποιητών, κάθονται ξέπνοοι, μαγαρισμένοι, με κομμένη την ανάσα, σταματημένοι στον οισοφάγο… περιμένουν το πράσινο φως – νεύμα, σ’αγαπώ-πρωινά… ενωτικές παύλες μεταξύ εκείνου και του συντρόφου τους.
Ολότητες.
Οι κλειστοί σταθμοί του μετρό, λοιπόν.
Αμφίρροπη η κατάσταση τους.
Ενυδρεία με ψάρια με φουσκωμένα άντερα,
είναι.
Να κάθονται στην επιφάνεια με τουμπανιασμένες τις κοιλιές τους,
να γίνονται φράχτες αρματωμένοι με εθνικοπατριωτικό μίσος,
εμπόδια στους ανθρώπους να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Κλειστοί σταθμοί.
Δεν θα μπλέξουμε σαν φοβισμένες γάτες στις γωνίες.
Ονειροπαρμένοι, φαντασιόπληκτοι και αιθεροβάμονες που κάνουν τις επαναστάσεις στο φλοίο της γης,
χορεύουν πιασμένοι το χορό του θανάτου διαβάζοντας Εμπειρίκο σε βεράντες,
πετούν τα σπλάχνα τους σαν ανεμοδούρες αρόδο πάνω από το νέφος της πόλης,
μπας και ξορκίσουν τον καπιταλισμό,
μπας και σκοτώσουν τον σεξισμό,
μπας και γίνουμε ίσοι,
μπας και δε ζηλεύουν τα κυβικά, τα τετραγωνικά μέτρα, τα σιλικονάτα βυζιά, τα μηδενικά σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
Και μέσα σε όλα αυτά, μια πεσμένη γριούλα με κότσο προσεγμένο και μια μικρή γραντζουνιά στο φρύδι, να σου λέει πως έχει χαμόγελο καλόκαρδο, καλοσυνάτο. Το’ μαθε λέει σε μάθημα για τις φυσιογνωμίες των ανθρώπων στην Πάντειο. Μια γιαγιά, να σου λεει, νέο κορίτσι ότι έχεις καλοσύνη. Παίρνεις δρόμο, μαζεύεις τα δαντέλες τους φορέματός σου, κάνει την Αντουανέτα για λίγο και γλείφεις τα παντεσπάνια από τα δάχτυλά σου.
Με κακομαθαίνετε και κάνω την ποιήτρια, εγώ η φθαρτή και άυλη.
Εγώ που δε θα γίνω τίποτα παρά από αυτό που είμαι.