Posted on November 28, 2015 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Κάποιες Κυριακές ή κάποιες γιορτές «χτυπητές», η γιαγιά μου με έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία, στην Παναγία των Βλαχερνών. Μεγάλη εκκλησία με κατάφυτο περίβολο και ένα μικρό γήπεδο του μπάσκετ -εκεί έκαναν τα παιδιά τα πρώτα τους τσιγαριλίκια. Τα απογεύματα του χειμώνα μετά το φροντιστήριο έστριβαν ένα μπάφο και τον κάπνιζαν ο ένας μετά τον άλλον, βρέχοντας με τα σάλια τους ο καθένας τη τζιβάνα… αδελφοποίητοι.
Λοιπόν, η εκκλησία… Αυτό το καφετί προς το κόκκινο των εκκλησιών πάντα μου προκαλούσε μια αποστροφή. (Γι’ αυτό και όλοι οι οικισμοί των ορεινών χωριών δε με κάνουν να αισθάνομαι σαν μια αγκαλιά ανθρώπων-γειτόνων, αλλά απαισιοδοξία και ασφυξία μόνο, ένα κεφαλοκλείδωμα οξυγόνου.) Βγαίνουν οι πιστοί μετά τη λειτουργία και σαν ούρα φιδιού ξεχύνονται στο προαύλιο. Και ο βαρύς διαχωρισμός ανθρώπων και θεού, αυτό τον μάταιο, τον άνισο διαχωρισμό, τον ακαταλαβίστικο, που ποιος θεός τον ζήτησε;
Οι λειτουργίες δε μου άρεσαν. Οι παπάδες που θύμιζαν τον παππού μου. Ο παππούς μου ήταν ένας μάστορας-άνθρωπος, με χοντροκομμένους βλάχικους τρόπους. Καμιά φορά, μου έφερνε μικρασιάτικο σαλέπι από έναν ερειπωμένο πρόσφυγα. Εκείνος έστηνε το μαγαζάκι του το φορητό στη γωνία Θράκης και Σαλαμίνας. Αν και κουτσός ο παππούς μου, πρόφταινε και το έφερνε ζεστό, μπογιατισμένο με την κανέλα του και μυρωδάτο σαν ορχιδέα φρεσκογεννημένη. Τότε ήταν καλός, μα πάλι είχε αυτό το αρρωστημένα σκληρό δέρμα. Και εκείνα τα γυαλιά με τα στριμμένα σαν άντερα προβάτου συρματάκια που ένωναν τις κλειδώσεις του σκελετού τους.
Οι λειτουργίες είναι ένα μαρτύριο για ένα παιδί. Η σοβαροφάνεια της εκκλησίας που αντιμετωπίζει τα παιδιά σαν ενήλικες, τις γυναίκες σαν αποκούμπια, το γυναικωνίτη ως χρειώδη σύμβαση… ένα βασανιστήριο. Ο κόσμος, ξανά. Με τα κοστουμάκια του με τους τριμμένους αγκώνες και οι γιαγιάδες με τις μαύρες ποδιές και κάτι χαρωπές χήρες με φθηνά ταφταδένια φορεματάκια. Να προσπαθεί να βγει από τον πάτο του μπουκαλιού στο χείλος του, σαν ένα ορμητικό ωστικό κύμα ανθρακικού να τους ωθεί προς τα έξω. Ήθελα να ψηλωσω, να μπορώ να αναπνεύσω πάνω από τα λιγδιασμένα κρανία, τα μαντιλοφορεμένα των γριών. Με στριμώχνανε ανάμεσα στα γόνατά τους οι άνθρωποι, στις φουσκωμένες τους κοιλιές και με φλόμωναν με τη ναφθαλίνη των ρούχων τους και τη κλεισούρα των μυαλών τους και την μικρότητα των ψυχών τους. Αυτοί οι νοικοκυραίοι…
Σφοδρός εγκλεισμός η εκκλησία. Με έβγαζε λίγη. Λίγη ηθοποιός της καλοσύνης, της υπερβολικής ευγένειας. Πιεστικό να φέρεσαι χριστιανικά. Έπρεπε να μην σκέφτομαι παιδικά, ζηλιάρικα. Μια συμπιεσμένη μορφή του εαυτού μας. Η εκκλησία δε μου άρεσε καθόλου. Τα λιβάνια με χασίσωναν. Οι ψαλμωδίες με τρόμαζαν. Και το καθήκον. Το σχολείο μου άρεσε περισσότερο, ήμουν ο εαυτός μου. Η εκκλησία, όχι.
Ό,τι σκέφτομαι καθώς ο διπλανός κάνει το σταυρό του και το βαγόνι έχει τέτοια θολούρα μέσα του από την υγρασία του Νοεμβρίου, που φαίνεται μονάχα ένα μικρό σταυρουδάκι,
να μοιάζει γκρι και μετέωρο πάνω από της γης τα κτίσματα.