Posted by sarant στο 13 Δεκεμβρίου, 2015
Κατά πάσα πιθανότητα, η τελευταία λέξη του τίτλου θα σας είναι άγνωστη. Ίσως να σκεφτήκατε πως έχει κάποια σχέση με τη συχνότερη ελληνική βρισιά, και σχέση υπάρχει αλλά όχι ετυμολογική ή εγγενής, δηλαδή οι αμαλάκες δεν είναι οι μαλάκες με άλφα στερητικό, δηλαδή οι μη μαλάκες. Τη λέξη την έχουμε ξανασυζητήσει στο ιστολόγιο, αλλά θαμμένη σε κάποια σχόλια του άρθρου για τον Σι Μαλάκας, τον προκατακλυσμιαίο (ελληνικής καταγωγής όπως δείχνει τ’ όνομά του) γενάρχη των Φιλιππινέζων, οπότε λίγοι θα τη θυμούνται.
Οι αμαλάκες, καταρχάς, είναι γένους θηλυκού. Η αμαλάκα λοιπόν είναι οπωροφόρο δέντρο της Ινδίας, Phyllanthus emblica το επιστημονικό της όνομα. Η λέξη έχει σανσκριτική ετυμολογία, και το δέντρο με τον καρπό του έχουν κάποια πολιτισμική και θρησκευτική σημασία στα μέρη εκείνα.
Τι σχέση έχει ο Σεφέρης με τις αμαλάκες, θα αναρωτηθείτε. Η λέξη υπάρχει σε ένα σατιρικό στιχούργημα του Σεφέρη, γραμμένο το 1931, που βρέθηκε στα χαρτιά του και σήμερα περιλαμβάνεται στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’, ένα στιχούργημα που έχει τον τίτλο Ινδικό παραμύθι, και που, όπως θα δείτε, βρίθει από ινδοπρεπείς λέξεις.
Ινδικό παραμύθι
Κάτω απ’ τις κουβαροσουκιές
κάθεται η λωτομάτα
κόβει ντομάτα για σαλάτα
καδάμπες και γαντζιές.
Πώς τραγουδεί τζιντζιριστά
κι οι μπαμπουκαλαμιώνες
με τους αμπανοζιοδεντρώνες
γνέφουνται στα λιμνιά …
Ω, φρίκη! ξάφνου απ’ τους δρυμούς
πηδήσανε οι αρτζούνες!
Με κάτι φλογερές μουτσούνες
και με κακούς σκοπούς
κινήσανε κοπαδιαστά
να βρουν τον άσο κούπα
της κόρης πού ηταν σαν τουλούπα
στου Γάγγη τα νερά …
Μα η διαλεχτή των Νισχιαντχών
αρτζούνες δεν εσκιάχτη
και στο κοπάδι έβγαλε τ’ άχτι
τ’ αψύ των Βινταρμπχών.
Κι όταν εφύγαν μουλωχτά
πέρα στις αμαλάκες
είπε: «Α’ στο διάολο μαλάκες!..»
κι έφαγε ανόρεχτα.
Λονδίνο, 7. 11. 1931
Όπως κάθε τι το σκαμπρόζικο ή ευτράπελο που συνδέεται με κάποιο υψηλό πρόσωπο, το σατιρικό ποίημα του Σεφέρη έχει γίνει αρκετά δημοφιλές στο Διαδίκτυο και θα το βρείτε να αναδημοσιεύεται σε πολλές δεκάδες ιστοτόπους. Εδώ θα το ψάξουμε λίγο περισσότερο.
Λοιπόν, το ποίημα είναι γεμάτο άγνωστες λέξεις, ιδίως στις δύο πρώτες στροφές, σε βαθμό που να θυμίζει κάπως το «καράμπωσα το βούλινο διράνι, σαν άλιφο τουνέσι που κιράνει», από το ευφυέστατο υπερλεξιστικό σονέτο «Βάο, γάο, δάο» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (κι αυτό αξίζει χωριστό άρθρο). Ωστόσο, ενώ όλες οι λέξεις του Λαπαθιώτη είναι φτιαχτές εκτός από άρθρα, συνδέσμους και συνδετικά μόρια, ο Σεφέρης απλώς διανθίζει το ποίημά του με λέξεις «υπαρκτές» αλλά άγνωστες, που δίνουν βέβαια το χρώμα στο ποίημα.
Έβαλα εισαγωγικά στις «υπαρκτές» λέξεις, επειδή οι αρτζούνες και οι καδάμπες και τα λοιπά εξωτικά δεν έχουν ενταχθεί στη γλώσσα μας, οπότε ας πούμε ότι στέκονται στο λίμπο ανάμεσα ύπαρξη και ανυπαρξία. Πάντως, τις σπάνιες λέξεις του ποιήματος δεν τις έβγαλε ο Σεφέρης από το μυαλό του (όπως ο Λαπαθιώτης το βούλινο διράνι), και μάλιστα κάποιες από αυτές μπορούμε να τις ετυμολογήσουμε: οι αμπανοζιοδεντρώνες, ας πούμε, είναι δεντρώνες από έβενο (που λέγεται και αμπανόζι, αντιδάνειο μέσω τουρκικών και αραβικών).
Αλλά το στιχούργημα δεν είναι ένα απλό λεκτικό παιχνίδι σε ινδικό διάκοσμο, έχει το νόημά του, που μας το εξηγεί ο ίδιος ο ποιητής, σε μια ιδιωτική σημείωση που συνοδεύει το ποίημα, και που σπάνια αναδημοσιεύεται στο Διαδίκτυο:
Λένε για τη Στροφή: » Λεξιοκρατική ποίηση» (Παράσχος), » ένα βιβλίο που προσφέρει μόνο λέξεις» (Θρύλος). Προσπάθησα να γράψω σύμφωνα με την ιδέα τους και δοκίμασα λέξεις που μου είναι ολωσδιόλου άγνωστες. Τις δανείστηκα από τον Λορέντσο Μαβίλη: Μπαχαμπαράτα- Νάλας και Νταμαγιάντη, 1915, σελ.33
Εκνευρισμένος λοιπόν από τις αρνητικές (ή μάλλον αμήχανες) κριτικές που είχε δεχτεί η πρώτη του ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1931, ο Σεφέρης έκανε αυτό το πείραμα, αντλώντας λέξεις που να του είναι άγνωστες από το «Νάλας και Νταμαγιάντη», ένα επεισόδιο από τη Μαχαμπαράτα, που το είχε μεταφράσει ο Λορέντζος Μαβίλης. Υποψιαζόμαστε βέβαια ότι η βαριά λέξη του ποιήματος είναι οι αμαλάκες, που έχει την αποστολή να κάνει την ομοιοκαταληξία με τους μαλάκες, τους κριτικούς που τον εκνεύρισαν -για την ιστορία, οι περισσότερες κριτικές της Στροφής ήταν επιφυλακτικές ή αρνητικές. Δεν έχω βρει τα συγκεκριμένα κείμενα, αν και δεν είναι πολύ δύσκολο, νομίζω μάλιστα πως κάπου έχει κυκλοφορήσει απάνθισμα από εκείνες τις πρώτες κριτικές. Να σημειώσω ότι Θρύλος είναι ο Άλκης Θρύλος, δηλαδή η Ελένη Ουράνη.
Ο Σεφέρης τον καιρό εκείνο (από το 1931 έως το 1934) βρισκόταν στο Λονδίνο, όπου υπηρετούσε στο Προξενείο. Στις Μέρες Β’ παρατίθεται απόσπασμα από γράμμα του, με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου. Εκεί ο ποιητής στέλνει στον αλληλογράφο του (ίσως είναι η Μαρώ, αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω) μερικούς στίχους από μια «μπαλάδα» που είχε ξεκινήσει να φτιάχνει «στη γλώσσα του Κορνάρου» και που είναι αυτή εδώ. Και συνεχίζει:
Έγραψα κι άλλο ένα ποίημα προς τιμήν της άδολης ποίησης όπως τη βλέπουν διάφοροι κύριοι και κυρίες στην Αθήνα, αλλά είναι ακατάλληλο.
Έτσι ξεχνώ την ξενιτιά. Καληνύχτα.
Ολοφάνερα, το «ακατάλληλο» ποίημα είναι το Ινδικό παραμύθι, που τις αμέσως επόμενες μέρες θα το ξαναδούλεψε αφού η τελική μορφή έχει ημερομηνία 7 Νοεμβρίου. Κάποιος θα έχει συσχετίσει την αναφορά με το ποίημα, αλλά στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει η παραμικρή μνεία.
Να γυρίσουμε στη μετάφραση του Μαβίλη, ο οποίος ήξερε σανσκριτικά και είχε αρχίσει να μεταφράζει τη Μαχαμπαράτα. Η μετάφραση πρέπει να δημοσιεύτηκε στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας και εκδόθηκε αργότερα σε ανάτυπο. Ο Μαβίλης έπεσε ηρωικά στον Δρίσκο το 1912 και άφησε τη μετάφραση μισοτελειωμένη, αλλά αργότερα τη συμπλήρωσε ο φίλος του ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και εκδόθηκε σε δεύτερη έκδοση, μετά τον θάνατο και του Θεοτόκη, που υπάρχει και ονλάιν από την Ανέμη.
Ο Σεφέρης, πάντως, παραπέμπει στην πρώτη έκδοση, που δεν την έχω βρει. Πάντως, όλες οι σπάνιες λέξεις που χρησιμοποίησε στο ποίημά του είναι όλες παρμένες από την ίδια σελίδα, που βέβαια στη δεύτερη έκδοση δεν είναι πλέον η αρ. 33 αλλά η 79, η αρχή του κεφαλαίου ΙΒ’. Την παραθέτω, σημειώνοντας με μαύρα τις λέξεις που έχει αντλήσει ο Σεφέρης (την έχω πάρει από τη Βικιθήκη, αλλά διόρθωσα κάποια λάθη)
Τὸν κυνηγὸ σὰ σκότωσε προβῆκε ἡ λωτομάτα
μὲς σὲ ρουμάνια ἔρμα, φριχτά, τζιτζιριστά, γεμάτα
λιόντες, καπλάνια, τίγρηδες, βουβάλια, ἀρκοῦδες, λάφια,
μ’ ἀρίφνητα πετούμενα, μ’ ἄγριων κλεφτῶν ἐσνάφια,
πήχτρα ἀπὸ σαλοφιλουριές καὶ μπαμπουκαλαμιῶνες,
ἀπὸ γκρισλέες, ἀγριοσουκιὲς κι ἀμπανοζιοδεντρῶνες,
μαζὶ μὲ κομμιδόδεντρα, κατάππες, τερμινάλιες,
μ’ ἀρτζοῦνες καὶ μὲ μέλεγες, νταλβέργες καὶ σαλμάλιες,
ροδομηλιές, μαγγόδεντρα, λῶδρες, γαντζιές, παντμάκες,
σάλες καὶ σπανοκάλαμα, καδάμπες κι ἀμαλάκες,
πλάξχες καὶ κουβαροσουκιὲς καὶ τζιντζιφιές, μπανάνες
πλήθιες κ’ ἰνδοπορτοκαλιές, μαζὶ καὶ μπουχανάνες
πλατύφυλλες καὶ φοινικιὲς πολλὲς καὶ χαριτάκια
μυρόβολα καὶ χουρμαδιὲς καὶ πλήθια βιφιτάκια.
Κ’ εἶδε βουνά, λογῆς λογῆς μὲ πλούτια μέσα χίλια,
λογγάρια πολυλάλητα, θιᾶμα φαράγγια σπήλια,
ποτάμια, ρεῖθρα καὶ λιμνιὰ κι’ ἄμετρα ἀγρίμια, ὀρνίθια,
πισάτσες, ράξχασες φριχτοὺς κι’ ὀφιοδαιμόνια πλήθια,
βάλτους, ψαρόλιμνες, βουνῶν κορφάδες καὶ συνάμα
παντοῦ ροὲς θεώρατες καὶ καταρράχτες θιᾶμα.
Κοπαδιαστὰ τῶ Βινταρμπχῶν ἡ ρηγοθυγατέρα
βουβάλια, φίδια, ἀγριόχοιρους κι ἀρκούδια ἐκεῖ εἶδε πέρα.
και στην επόμενη σελίδα υπάρχει ένας στίχος απ’ όπου έχει επίσης αντληθεί λέξη:
Τῶ Νισχιαντχῶν, πλατύστηθε, γενάρχη, μακροχέρη,
ρήγα, ποῦ πᾶς καὶ μ’ ἄφησες σ’ ἔρμου ὀρμανιοῦ λημέρι;
Δώδεκα λέξεις συνολικά δανείστηκε ο Σεφέρης από τη μετάφραση του Μαβίλη. Οι δέκα είναι ινδικές ή υβριδικές, μία είναι ηχομιμητική (τζιτζιριστά) και μία ελληνικής ετυμολογίας, τα λιμνιά, λιμνούλες δηλαδή. Bέβαια, ο Σεφέρης διάλεξε μια σελίδα «κατάλογο», πλημμυρισμένη από ονόματα εξωτικών δέντρων και άλλων φυτών, και βλέπουμε ότι δεν ενδιαφέρθηκε πολύ για τη σημασία τους, αφού οι αρτζούνες πρέπει να είναι δέντρα ενώ στο στιχούργημα του Σεφέρη μετατρέπονται, ποιητική αδεία, σε πλάσματα -ζώα ή ανθρώπους, δεν είναι πολύ καθαρό.
Απ’ όλον αυτόν τον εξωτικόν κατάλογο, ο Μαβίλης (ή ο Θεοτόκης) δίνει μόνο μιαν εξήγηση, για τη λέξη «πισάτσες», που από κάτω σημειώνει: Πισάτσες (Piçacâs), δαιμόνια αρσενικά και θηλυκά ανάλογα με τους Ράξχιασες (βλ. σελ. 42, υποσημ. 1), αλλά ακόμη φοβερότερα. Φοβερότερα θα είναι.
Εδώ που τα λέμε, αν ήθελε να επεξηγήσει μία προς μία τις άγνωστες λέξεις, θα έπρεπε τα δύο τρίτα του βιβλίου να είναι υποσημειώσεις.
Βέβαια, από τότε που μεταφράζει ο Μαβίλης έχει περάσει ένας αιώνας, και, πέρα από τις εξωτικές λέξεις, και κάποιες άλλες λέξεις του Μαβίλη θα δυσκολεύουν τον σημερινό αναγνώστη, παρόλο που τις έχουν τα λεξικά, όπως ρουμάνια, αρίφνητα, εσνάφια, όπως και κάποιοι τύποι είτε διαλεκτικοί είτε της παλιάς δημοτικής, που δεν καθιερώθηκαν (θιάμα αντί για θάμα, πλήθια αντί για πλήθη).
Άλλωστε, και σε άλλα σημεία του έργου του Μαβίλη βρίσκουμε λέξεις δύσκολες, κι ας μην είναι καμιά τους εξωτική. Ένα παράδειγμα:
Τὸ Νάλα ἡ νηστεία γιὰ καιρὸ βασάνιζε περίσσο,
ὡς ποῦ μιὰ μέρα κάμποσα πουλιὰ εἶδε ποῦ τοὺς βάφει
τέτοιο ἕνα χρῶμα τὰ φτερά, ποῦ μοιάζουνε χρυσάφι,
καὶ μὲ τὸ νοῦ του εἶπ’ ὁ ἀρχηγὸς τῶ Νισχιαντχῶν ὁ ἀντρεῖος:
«Σήμερα θἄχω αὐτὰ φαγὶ καὶ θἆναι μέγα βίος.»
Καὶ μὲ τὸ μόνο τὸ σκουτὶ ποῦ ἐφόρει ἐκούπωσέ τα,
μὰ τὸ ἄσκωσε τὸ κούντουμο καὶ στὸν ἀγέρα ἐπέτα.
Κ’ οἱ ἀγεροδρόμοι βλέποντας τὸ Νάλα χάμου νἄχει
γιὰ ντύμα τὴν ἁπλοχωριὰ ὁ κακόμοιρος μονάχη,
καὶ μὲ θλιμμένο βλέφαρο νὰ στέκει, ἀπ’ τὸν ἀγέρα
τοὖπαν: «Εἴμαστε, ἀνέμυαλε, τὰ ζάρια κ’ ἐδῶ πέρα
ἤρθαμε νὰ σοῦ πάρουμε καὶ τὸ στερνό σου ντύμα!
Ἂ φορεμένος ἔφευγες, γιὰ μᾶς θὲ νἆταν κρῖμα!»
Τὰ ζάρια ἰδόντα φυγητὰ καὶ τὴ ζορκιά του ἁτός του,
ἐμίλησε ὁ Ἁγνοξάκουστος αὐτὰ τῆς γυναικός του:
Είναι πολύ ωραίο, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε απόλυτα, κι ας μην έχει ινδικές λέξεις. Ο Νάλας προσπαθεί να πιάσει τα πουλιά, τα σκεπάζει με το ρούχο (σκουτί) του, αλλά του το ασκώνει (σηκώνει) το κούντουμο και πετάει, απ’ όπου συμπεραίνω πως η λέξη «κούντουμο» που δεν τη βρίσκω σε κανένα λεξικό μπορεί να σημαίνει «σμήνος, σμάρι». Και μετά τα πουλιά μιλάνε στον Νάλα και του λένε ότι ήταν γι΄αυτά θέμα τιμής να του πάρουν το τελευταίο του ρούχο, γιατί θα ήταν κρίμα α (αν) έφευγε ντυμένος (φορεμένος). Και η μεν ζορκιά είναι η γύμνια (αφού ζάρκος ή ζόρκος είναι ο γυμνός), αλλά αναρωτιέμαι αν τα ζάρια είναι η γνωστή λέξη με τη σημασία που όλοι ξέρουμε ή αν εννοεί κάτι εντελώς άλλο ή κάτι μεταφορικό.
Και μ’ αυτή την απορία θα μείνω, εκτός αν μου τη λύσει η συλλογική σας σοφία. Ενώ όποιος διαβάζει το ποίημα του Σεφέρη, τώρα θα ξέρει τι είναι οι αμαλάκες – και ποιοι ήταν οι μαλάκες.