Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε κι έχασε στο εξωτερικό μέτωπο. Ουδεμία έκπληξη, καθώς η ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ συνέβη άπαξ και δεν επαναλαμβάνεται εύκολα. Μαζί του έχασε και η χώρα, κι αυτό είναι που μας ενδιαφέρει. Εκ του αποτελέσματος, αυτός ο αγώνας δεν έπρεπε να δοθεί ή μάλλον έπρεπε να δοθεί με διαφορετικούς όρους, μακριά από τις βαρουφάκειες πομφόλυγες (σαπουνόφουσκες). Αλλά αν συνέβαινε αυτό η νέα κυβέρνηση θα έμενε μετέωρη στον αέρα για λίγο – και αμέσως μετά θα έσκαγε κάτω με πάταγο.
Προσωπικά διαφώνησα με όλες σχεδόν τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ: με την εκβίαση των πρόωρων εκλογών μέσω της εκλογής ΠτΔ τον Δεκέμβρη του 2014, με την παράταση της διαπραγμάτευσης πέραν του Φεβρουαρίου, με τις ανούσιες (και σκληρά ταξικές με την κακή έννοια) εμμονές στις «κόκκινες γραμμές» ειδικά στο ασφαλιστικό, με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, με την επιμονή στη διατήρηση του πεθαμένου πολιτικά κομματικού ΣΥΡΙΖΑ μετά τη διάσπαση του καλοκαιριού, με τις πρόωρες εκλογές του Σεπτεμβρίου και με την ανανέωση της κυβερνητικής συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αντί μιας ευρύτερης συνεννόησης (πιθανόν και συνεργασίας) αμέσως μετά τις εκλογές. Ωστόσο δεν απέσυρα την πολιτική μου υποστήριξη, ως ψηφοφόρος, για τους λόγους που θα αναφέρω στη συνέχεια.
Ταυτόχρονα με τη δεινή ήττα στο εξωτερικό μέτωπο η κυβέρνηση κατατρόπωσε με χαρακτηριστική ευκολία τους πολιτικούς αντιπάλους της στο εσωτερικό. Ίσως οι προχθεσινές εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού στη ΝΔ να είναι η απαρχή ενός νέου πολιτικού σκηνικού, αλλά αυτό δεν είναι παρά μια εξαιρετικά αμφίβολη υπόθεση, προς το παρόν. Στο μεταξύ, ο Τσίπρας και η ομάδα του «μαθαίνουν τη δουλειά» και ίσως δείξουν κάποιο πραγματικό έργο τους πρώτους μήνες του 2016. Αν συμβεί αυτό, τα όνειρα πολλών για μια πρόωρη κατάρρευση της κυβέρνησης αναστέλλονται επ’ αόριστον, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνει αρραγής η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή.
Στη γενική εικόνα, ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του παραμένουν πολιτικά ακμαίοι – για τη ακρίβεια απόλυτοι κυρίαρχοι του παιγνιδιού. Παρά τις απανωτές πολιτικές κουλαμάρες και αστοχίες, την κραυγαλέα ανικανότητα ουκ ολίγων υπουργών και στελεχών, την αναβίωση ενός πνεύματος ΝΔΣΟΚ σε ό,τι αφορά την αξιοκρατία και τη διαφάνεια στη στελέχωση της διοίκησης. Αντέχουν και κυριαρχούν γιατί στη συνείδηση των ψηφοφόρων τους (και τη δική μου) δεν έχουν προς το παρόν εξελιχθεί σε σκληρή και αδίσταχτη πολιτική μαφία, όπως οι προηγούμενοι. Και γιατί δίνουν ανάσες δημοκρατίας, όπως η ψήφιση της επέκτασης του συμφώνου συμβίωσης ή η σωστή κατά βάση αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος των προσφυγικών ροών.
Είναι λίγα αυτά – και πολύ κάτω από τις απαιτήσεις των καιρών; Σίγουρα ναι. Μόνο που οι προηγούμενοι δεν είχαν ούτε καν αυτά. Και επιπλέον εφάρμοσαν για πέντε ολόκληρα χρόνια μια «συνεπέστατη» καταστροφική πολιτική, αποφεύγοντας ή αδυνατώντας να θίξουν τις δομικές παθογένειες που προκάλεσαν την κρίση (για πολλές απ΄ τις οποίες ήταν υπεύθυνοι οι ίδιοι), κάτι που προσπαθεί να κάνει η σημερινή κυβέρνηση. Άθελά της, φυσικά, και με το μαχαίρι στο λαιμό, αλλά το προσπαθεί.
Δε βουλιάξαμε λοιπόν, τη χρονιά που πέρασε. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα βουλιάξουμε ούτε τη χρονιά που έρχεται. Περισσότερη αισιοδοξία μη (μου) ζητάτε.