Posted by Theorema | 28/γεν/2016
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 21 Ιανουαρίου 2015)
Εκείνο το απόγευμα αποφασίσαμε να μην κάνουμε τίποτε άλλο. Η Καορί μου είπε ότι ήξερε ένα συμπαθητικό μπιστρό, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο μας, με καθαρά ποτά και νόστιμο φαγητό. Τόσες μέρες τρώγαμε στο πόδι, είτε στα όρθια, σε καντίνες για τουρίστες, είτε σε ασιατικά φαστ φουντ που έμπλεκαν την γιαπωνέζικη κουζίνα με την κορεάτικη και την ινδική. Δέχτηκα και σε λίγο ανηφορίζαμε προς τα σκαλάκια της Μονμάρτρης. Έκανε κρύο και σουρούπωνε πολύ γλυκά, σχεδόν με τρυφερότητα. Οι ελάχιστοι περαστικοί που συναντούσαμε ήταν χωμένοι στα παλτά τους ως το λαιμό, όπως κι εμείς. Κανένας δεν κοιτούσε στα μάτια κανέναν. Η Καορί προπορευόταν μερικά βήματα, κι εγώ ακολουθούσα λαχανιασμένος. Ήξερα πως της άρεσε να με καθοδηγεί, κι έτσι την άφηνα να παριστάνει τον τουριστικό οδηγό πατώντας πάνω στα βήματα που πριν από μένα είχε πατήσει εκείνη.
Φτάσαμε σχετικά σύντομα. Το μπιστρό ήταν συμπαθητικό και εξαιρετικά ζεστό. Από το ταβάνι κρέμονταν παλιακοί πολυέλαιοι με οβάλ λαμπιόνια και χάλκινα άνθη και πουλιά. Στους τοίχους υπήρχαν καθρέφτες και μικρές γκραβούρες από γειτονιές του Παρισιού. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα με κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα κι είχαν κάτι μικρά μπρούτζινα κηροπήγια με αναμμένα κρεμ κεριά. Οι λιγοστοί πελάτες, που κινούνταν μεταξύ μέσης και τρίτης ηλικίας, παραήταν απασχολημένοι με αυτό που έκαναν ώστε να προσέχουν την πόρτα που ανοιγόκλεινε κάθε τόσο. Τίποτε στο χώρο δεν θύμιζε χλιδή ή πολυτέλεια. Όλα παρέπεμπαν σε κάτι απλό, οικείο, σχεδόν οικογενειακό. Ένιωσα αμέσως πού άνετα, σχεδόν ευφορικά. Απόρησα που η Γιαπωνέζα γνώριζε τόσο καλά τα γούστα μου και το Παρίσι.
-Κάθισε και βγάλε το βιβλίο, μου είπε και μου έδειξε ένα τραπεζάκι για δύο κοντά στη τζαμαρία.
Ήξερα πως ανυπομονούσε. Κάθισε πρώτη. Άναψε τσιγάρο, έπεσε πίσω και με κοίταξε. Πέταξα το παλτό στην πλάτη της καρέκλας μου και βολεύτηκα ανάμεσα σε δυο παχουλά μαξιλάρια. Η Καορί έκανε νόημα στο σερβιτόρο, ο οποίος έσπευσε στο τραπέζι μας. Χωρίς καν να με συμβουλευτεί, παρήγγειλε μια Veuve Cliquot Ponsardin και με κοίταξε ευχαριστημένη. Ήξερα πως θα τρώγαμε μετά. Όσο πίναμε, η Καορί κι εγώ δεν βάζαμε μπουκιά στο στόμα μας ποτέ. Ποτέ μας.
-Κερνάς απόψε, να υποθέσω; ρώτησα χαμογελώντας κάπως περιπαικτικά.
-Κερνάω. Αν θες να μάθεις, πήρα προκαταβολή από τη δουλειά και θέλω να το γιορτάσουμε.
-Στην υγειά μας, λοιπόν.
-Το βιβλίο, έκανε και έδειξε με το σαγόνι την τσάντα μου.
Τράβηξα το φερμουάρ και έβγαλα το βιβλίο στο τραπέζι. Η Καορί ρούφηξε μια γουλιά και ακούμπησε το ποτήρι μπροστά της. Οι μπουρμπουλήθρες της σαμπάνιας τρεμόπαιξαν όπως τα μάτια της πάνω απ’ το κερί. Παρατήρησα πως τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα. Έτριψε τα χέρια της και σταύρωσε τα δάχτυλα κάτω από το σαγόνι.
-Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό από το να είναι χειμώνας, να πίνεις εκλεκτή σαμπάνια σε ένα συμπαθητικό μπιστρό στο Παρίσι, να περιμένεις να δοκιμάσεις μια θεσπέσια κρεμμυδόσουπα με κρουτόν και να σου διαβάζει Αρανίτση κάποιος που σου είπε πως κοντά σου γίνεται καλύτερος άνθρωπος και σου ορκίστηκε πως δεν θα χωρίσετε ποτέ.
-Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα να είσαι Γιαπωνέζα στο Παρίσι, αρκεί να έχεις έναν Έλληνα εραστή που να ταιριάζει με τα γούστα σου και να συμμερίζεται τα υποννοούμενά σου, έτσι;, είπα και άνοιξα το Βιβλίο της Παιδικής Ηλικίας σε μια τυχαία σελίδα.
-Καθόλου άσχημα, παρατήρησε. Εξάλλου σε έχω ερωτευτεί, δεν θέλω να σε χάσω. Ξέρω πως κανέναν δεν θα ξανασυναντήσω σαν εσένα, όπως ούτε σαν εμένα εσύ. Θα ήθελα να με αγαπούσες λίγο, βέβαια. Θα ήταν πιο δίκαιη η κατανομή των αισθημάτων μεταξύ μας. Επιπλέον, μου είσαι πολύτιμος, με κάνεις και νιώθω πως η καλοπέραση μπορεί και να είναι κάτι εφικτό. Απενοχοποιημένο ακόμα και για μας τις απλές εργαζόμενες μετανάστριες. Διάβασέ μου λίγο.
Άρχισα να διαβάζω μερικές σελίδες. Το χέρι της άγγιζε το δικό μου πάνω στο τραπέζι. Πού και πού της έριχνα κοφτές ματιές πάνω απ’ το βιβλίο. Ούτε εγώ ήθελα να την χάσω, έπρεπε όμως να βρω έναν τρόπο να την πείσω γι’ αυτό. Ούτε πως την αγαπούσα πίστευε κατά βάθος. Όλα έμοιαζαν επικίνδυνα κοντά της. Μόνο εγώ ένιωθα καθαρός. Ήξερα πράγματι πως δεν θα ξανασυναντούσα ποτέ μια γυναίκα σαν αυτήν. Σταμάτησα να διαβάζω και έβαλα το πόδι μου ανάμεσα στα δικά της, κάτω από το τραπέζι. Με κοίταξε ψύχραιμα και άνοιξε τα μπούτια της. Την χάιδεψα με τις άκρες των δαχτύλων.
-Αντρέα; έκανε ξαφνικά.
-Έλα μωρό μου, της απάντησα όπως πάντα.
-Πότε θα χωρίσουμε εμείς οι δυο;
-Θα κάνουμε πως χωρίζουμε πολλές φορές, επανέλαβα τη γνωστή απάντηση, όμως εμείς οι δυο δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Ποτέ μας.
Σχετικά