Γιώργος Κολέμπας
1. Τα μέχρι τώρα αδιέξοδα της ελληνικής γεωργίας
Η αναπόφευκτη γενική συνέπεια του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών, που δρομολογήθηκε εδώ και 30 περίπου χρόνια από την παγκοσμιοποίηση και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, είναι η ενσωμάτωση της γεωργίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Έτσι στο επίπεδο της παραγωγής έχουμε συγκέντρωση της καλλιεργήσιμης έκτασης σε ολοένα και μεγαλύτερες αγροτικές επιχειρήσεις, πράγμα που οδηγεί και αναγκάζει π.χ. τους παραγωγούς της Ελλάδας και του Νότου σε άνισο ανταγωνισμό με τα αγροτικά συστήματα εντάσεως κεφαλαίου του Βορρά. Το αποτέλεσμα είναι η εξόντωση παντού των μικρο-αγροτών και η απώλεια της αυτοδυναμίας σε τρόφιμα στο Νότο.
Για την Ελλάδα η μαζική συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, ο μαρασμός και η ερήμωση της υπαίθρου δεν οφείλεται, στον δήθεν «εκσυγχρονισμό της οικονομίας» και τη στροφή των αγροτών μας σε άλλες ωφελιμότερες γι’ αυτούς απασχολήσεις, όπως ισχυρίζονταν οι κρατούντες μέχρι τώρα. Γιατί «εκσυγχρονισμός» θα σήμαινε, παράλληλη επέκταση του βιομηχανικού τομέα (έτσι συνέβη στις καπιταλιστικές οικονομίες του Βορά-Δύσης). Άρα θα είχαμε και βελτίωση της αγροτικής παραγωγικότητας, ώστε ο αγροτικός τομέας να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού, στο πλαίσιο μιας σχετικά αυτοδύναμης οικονομίας, που θα έπρεπε να επιδιώκουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα όμως, που εξ αρχής εξαρτήθηκε από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Έγινε ο ναυαγός της βιομηχανικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η πορεία της Ελληνικής γεωργίας σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο είναι μία συνεχής φθίνουσα διαδικασία. Αυτό φαίνεται από τη ραγδαία μείωση της αναλογίας του αγροτικού στο εθνικό προϊόν, που από 29% το 1951 έπεσε στο 7% μετά μισό αιώνα( Ειδικά την εποχή του «ελληνικού εκσυγχρονισμού» 1991-2000: Μείωση κατά 5,5% των φυτ. εκμεταλλεύσεων, κατά 46,6% των εκμεταλλεύσεων βοοειδών, των προβατοειδών κατά 20,1%, των αιγών κατά 32,2% κλπ). Αλλά και από την αντίστοιχη μείωση της αγροτιάς, από 47% το 1951, στο 31% το 1981, στο16% το 2000 και στο 9,5% το 2009 (Λόγω της κρίσης το 2009-2010 αυξήθηκαν, τουλάχιστον στα χαρτιά, οι νέοι αγρότες κατά 40.000). Ειδικά το 1991-2000 είχαμε μείωση αγροτικών νοικοκυριών κατά 9%, εμφάνιση του επιχειρηματία του αγροτικού τομέα: αύξηση μόνιμων απασχολούμενων κατά 71,4% και εποχιακών κατά 17,7%. Το 2000-2008 είχαμε μείωση του αγροτικού εισοδήματος κατά 19,9%, ενώ στην ΕΕ αύξηση 15,9%.
Βλέπουμε δηλαδή ότι στην περίοδο μετά την ένταξη στην Ε.Ε. έχουμε γενική καθίζηση της αγροτικής παραγωγής, παρά τις πολυδιαφημισμένες επιδοτήσεις από την ΚΑΠ, ενώ την ίδια περίοδο η μείωση του αγροτικού πληθυσμού στις χώρες του Βορρά της ΕΕ, δεν επηρέασε την αγροτική παραγωγή τους που συνέχισε ν’ αυξάνει. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησής της σε αυτές τις χώρες την προηγούμενη εικοσαετία ήταν περίπου 1,5%. Το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό ήταν αρνητικό (-0,2%)! Ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη στην ΕΕ (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%!
Επιπλέον ο αγροτικός μας πληθυσμός -μεταξύ 1981 και 2001- σαν ποσοστό στον συνολικό ενεργό πληθυσμό μειώθηκε στο μισό. Το ίδιο συνέβη και στις χώρες του Βορρά, αλλά ενώ εκεί μόνο 3% του ενεργού πληθυσμού βρήκε απασχόληση στον τομέα των σύγχρονων υπηρεσιών, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέβηκε σχεδόν στο 16% του πληθυσμού. Αλλά αυτό το ποσοστό στράφηκε όχι στον σύγχρονο τομέα των υπηρεσιών-εκτός ίσως του τραπεζικού-αλλά στις συνήθως αεριτζίδικες «υπηρεσίες» και στα «μικρομάγαζα» στις πόλεις.
Στον μοναδικό τομέα που η Ε.Ε. έχει κοινή οικονομική πολιτική είναι ο αγροτικός( κοινή πολιτική της ΚΑΠ). Έχει ιδιαίτερο προϋπολογισμός(55 δισ. τα πρώτα χρόνια-το 0,5% του ΑΕΠ της ΕΕ- μειούμενος στη συνέχεια ). Μέσω επιδοτήσεων στην Ελλάδα ευνοήθηκαν οι επιλέξιμες μεγάλες μονοκαλλιέργειες (βαμβάκι, τεύτλα, σιτηρά, βιομηχανική ντομάτα, ροδάκινα, καπνά). Η παραγωγή μετατράπηκε σε κυνήγι των επιδοτήσεων και όχι για να ικανοποιεί τη ζήτηση και την κατανάλωση, στη χώρα. Είχαμε μέχρι και εγκατάλειψη της παραγωγής, αφού οι αγρότες επιδοτούνταν άσχετα με το εάν παράγανε ή όχι. Δόθηκε τέλος στην τοπική παραγωγή διαφορετικών σοδειών και ζώων προσαρμοσμένων στο κλίμα και το έδαφος των περιοχών.
Είχαμε εκτόπισμα από λίγες βελτιωμένες ποικιλίες ανά είδος και ορισμένα υβρίδια , που θέλουν πολύ νερό, φυτοφάρμακα, λιπάσματα. (π.χ. μέχρι 1950 είχαμε: 111 ντόπιες ποικιλίες μαλακού σταριού, 139 σκληρού, 99 κριθαριού, 294 καλαμποκιού, 39 βρώμης. Τώρα έχουν διασωθεί 2-3% αυτών). Η δε ΕΕ θέλει να προωθήσει και τις μεταλλαγμένες ποικιλίες των πολυεθνικών εταιρειών για καλλιέργεια στη χώρα μας, ώστε να εξαρτηθεί 100% ο έλληνας αγρότης από αυτές.
Ταυτόχρονα είχαμε και κάθετη μείωση των ιχθυαποθεμάτων και οικονομικό μαρασμό της παράκτιας αλιείας. Οι επιχειρήσεις αλιείας με τις μηχανότρατες έγιναν αιτία για κατάρρευση του οικοσυστήματος του Αιγαίου. Σε αυτό συνέργησαν και τα πολλά ιχθυοτροφεία στα κοντινά παράλια.
Ο μαρασμός αυτός του αγροτικού τομέα –σαν συνέπεια της ένταξης-είχε και έχει καταστροφικές συνέπειες και σε σχέση με τον κρίσιμο τομέα διατροφής μας και συνακόλουθα και στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας. Εισάγουμε: κρεμμύδια από την Ινδία, λεμόνια- πορτοκάλια από την Ν. Αφρική, δαμάσκηνα και αχλάδια από τη Χιλή, φακές από τον Καναδά, φασόλια από την Κίνα, ρεβίθια από το Μεξικό, φιστίκια Αίγινας από την Τουρκία, μπάμιες- φασολάκια- πατάτες από την Αίγυπτο κ.λπ., γιατί οι κάτοικοι των πόλεών μας τα θέλουνε όλα αυτά και εκτός εποχής. Μειώσαμε την παραγωγή ζαχαρότευτλων… για να εισάγουμε 200.000 τόνους ζάχαρη. Για την εισαγωγή σιτηρών δαπανούσαμε 250 εκατομμύρια ευρώ.
Σε 30 χρόνια η Ελλάδα εξελίχθηκε σε ελλειμματική χώρα στον αγροτικό τομέα: μέχρι το 1980 είχε πλεόνασμα που έφθανε κατά μ.ό. τα 45 εκ. δολ. το χρόνο. Από δω και πέρα όμως έχουμε έλλειμμα. Την περίοδο 1981-85 το πλεόνασμα μετετράπη σε σημαντικό ετήσιο έλλειμμα 254 εκ. δολ. Το 1997 το έλλειμμα έφθασε τα 1.860 εκ δολ. Το πώς εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια πριν τη κρίση, φαίνεται από το παρακάτω διάγραμμα. Έχουμε αρνητικό ετήσιο ισοζύγιο μέχρι και 2,5 δις Ε. Το έλλειμμα αυτό όλα αυτά τα χρόνια συνέβαλε και στην διόγκωση των χρεών της χώρας.
* Πατήστε πάνω για να δείτε τον πίνακα σε μεγέθυνση
Είχαμε όμως και άλλα αρνητικά αποτελέσματα, γιατί ο τρόπος που καλλιέργησαν όλα αυτά τα χρόνια οι συμβατικοί αγρότες μας δημιούργησε και οικολογικά χρέη, τα οποία θα πληρώσουν οι νέες γενιές μας, αν θέλουν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον που να αξίζει να ζει κανείς, γιατί συνέβαλαν:
- Στην υποβάθμιση και ρύπανση των εδαφών, μόλυνση και ρύπανση των επιφανειακών και των υπογείων νερών (π.χ. το επίπεδο των νιτρικών αλάτων στο 25% των υπογείων νερών ξεπέρασε τα 50 mg/l ενώ το φυσιολογικό είναι τα 5 mg/l).
- Στη ρύπανση της ατμόσφαιρας (π.χ. το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου που προέρχονται απ’ τα αζωτούχα λιπάσματα συμμετέχουν στο «φαινόμενο του θερμοκηπίου»).
- Στην έλλειψη νερού (π.χ. η βαμβακοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία έχει εξαντλήσει τα νερά: μέχρι και 400 μ. οι γεωτρήσεις. Απαίτηση για εκτροπή του Αχελώου).
- Στο τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος, το οποίο προστιθέμενο στο κοινωνικό κόστος απ’ την παρακμή της υπαίθρου και της δημόσιας υγείας, δημιουργεί ένα εξωτερικό κόστος, που το πληρώνει η ίδια η κοινωνία. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή τη στιγμή η ελληνική γεωργία είναι αντιπαραγωγική.
Τα 2/3 των πρωτοβάθμιων αγροτικών συνεταιρισμών δεν ασκούν καμία δραστηριότητα, πέραν της εκλογής της συνδικαλιστικής ηγεσίας, ενώ μια σειρά από συνεταιριστικές βιομηχανίες όπως η ΑΓΝΟ, η ΟΛΥΜΠΟΣ, η ΡΟΔΟΠΗ, ΔΩΔΩΝΗ χρεοκόπησαν ή πουλήθηκαν σε ιδιώτες.
Από την Ε.Ε. προτείνεται τα τελευταία χρόνια μια αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής γεωργίας, που συμπεριλαμβάνει φυσικά και την ελληνική. Η ΕΕ βάζει ως στόχο την ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, που δεν θα βασίζεται ούτε στον ατομικό αγρότη, ούτε στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, στην οποία οι κάτοχοι του κλήρου δεν θα είναι πλέον ανεξάρτητοι ή συνεταιρισμένοι παραγωγοί αλλά μέτοχοι. Οι επενδύσεις του αγροτικού προϋπολογισμού της ΕΕ, θα στραφούν προς τις μεγάλες βιομηχανοποιημένες αγροτικές εταιρείες, σε βάρος των μικρομεσαίων παραγωγών και θα στηριχθεί σε τραπεζική χρηματοδότηση με νέα «ευέλικτα χρηματοπιστωτικά εργαλεία».
Μια τέτοιου τύπου αναδιάρθρωση της ελληνικής γεωργίας θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση γύρω από την τροφή (ήδη σήμερα 7 μύλοι διακινούν το 70% των αλεύρων στην χώρα) και την εξάρτηση της διατροφής του πληθυσμού από τις εταιρίες.
Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν της ελληνικής γεωργίας, που έγινε μέσω της ΚΑΠ και του ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, που αντιμετωπίζει την Ε.Ε. σαν ενιαία αγορά), ήταν καταστροφική για τη χώρα, γιατί συνέβαλε τα μέγιστα στο να διαστρεβλωθεί η παραγωγική της δομή με βάση τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και όχι τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και έτσι να ελεγχθεί πλήρως από κέντρα έξω από τη χώρα. Έτσι οι μεν αγρότες μας έγιναν αποδέκτες τιμών που διαμορφώνουν οι μεταπράτες και τα καρτέλ των βιομηχανιών μεταποίησης και διατροφής. Οι δε καταναλωτές πληρώνουν τιμές 4-6 φορές μεγαλύτερες από αυτές που εισπράττουν οι παραγωγοί . Από μια τέτοια κατάσταση κανένας δε μπορεί να είναι ευχαριστημένος, εκτός ίσως από μια μικρή μειοψηφία που ευνοήθηκε από αυτή τη διαστρέβλωση. Γιατί έχουμε μεγάλη διαφορά εισοδημάτων μεταξύ μιας μειοψηφίας μεγαλο-αγροτών και της πλειοψηφίας των μικρών.
2. To 3ο Mνημόνιο και ο πρωτογενής τομέας
Η Ελληνική γεωργία δεν συμπεριλήφθηκε στα δύο πρώτα μνημόνια, μπήκε όμως εντυπωσιακά στο τρίτο μνημόνιο με τη μορφή της αύξησης της φορολογίας και όχι της αναδιάρθρωσης της αγροδιατροφικής εφοδιαστικής αλυσίδας, που θα ήταν το ευκταίο. Μέχρι σήμερα, οι αγρότες στην Ελλάδα κατέβαλαν έναν οριζόντιο 13% φόρο εισοδήματος και είχαν κάποιες φοροαπαλλαγές σε ντίζελ, λιπάσματα, κ.λπ.
Τα νέα μέτρα για τη φορολόγηση των αγροτών προδιαγράφουν την ακόμα παραπέρα διάλυση του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας. Είναι άγρια η φοροεπιδρομή του 3ου μνημονίου:
- Αυξάνεται ο ΦΠΑ σε όλα τα αγροτικά εφόδια (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, σπόρους κ.λπ.) από το 13% στο 23%.
- Τριπλασιάζονται οι ασφαλιστικές εισφορές του ΟΓΑ.
- Διπλασιάζεται αναδρομικά από 1/1/2014 η προκαταβολή φόρου από το 27,5%. που ίσχυε με βάση τον πρόσφατο νόμο της πρώτης(;) κυβέρνησης Τσίπρα, στο 55%. Η αύξηση της προκαταβολής του φόρου θα φτάσει στο 100% από 1/1/2017 αφού οι αγρότες εξομοιώνονται με τους ελευθέρους επαγγελματίες.
- Καταργείται και ο νόμος για το αφορολόγητο των αγροτικών επιδοτήσεων μέχρι το ποσό των 12.000 ευρώ. Με βάση το 3ο μνημόνιο οι αγροτικές επιδοτήσεις φορολογούνται από το πρώτο ευρώ!
- Αυξάνεται δραματικά η τιμή του πετρελαίου γιατί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης του αγροτικού πετρελαίου ανεβαίνει από 66 ευρώ τον τόνο στα 200 ευρώ από 1/10/2015 και φτάνει στα 330 ευρώ 1/10/2016. Έτσι καταργείται η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου για όλους τους αγρότες.
- Αυξάνεται ο συντελεστής φορολόγησης. Από το σημερινό 13% στο 20% από 1/1/2016 και στο 26% από 1/1/2017 από το πρώτο ευρώ!
- Αυξάνεται η τιμή του αγροτικού ρεύματος.
- Αύξηση της διάρκειας ζωής του φρέσκου γάλακτος στις 11 ημέρες οδηγούν σε εξόντωση τους έλληνες κτηνοτρόφους.
Την επταετία 2008-2014 επιβλήθηκαν στην Ελλάδα πρόστιμα συνολικού ύψους 1,4 δισ. ευρώ για «απαιτήσεις επιστροφών λόγω μη συμμόρφωσης ή ανεπαρκούς ελέγχου». Επίσης η Ελλάδα απορρόφησε μόλις 41% των κονδυλίων που είχαν δεσμευθεί για το εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης υπαίθρου 2007-2012. Πώς μπορεί ένα κράτος να επιμένει στην είσπραξη φόρων από έναν κλάδο όταν από τη μια καταβάλλει πρόστιμα ανικανότητας και παραλείψεων και από την άλλη είναι ανίκανο να απορροφήσει κονδύλια που θα εισέρεαν στον κλάδο αυτόν; Βέβαια, όλα αυτά δεν οφείλονται μόνο στο κράτος, αλλά και στην ανικανότητα των οργανώσεων του κλάδου.
Κάναμε μέχρι τώρα κριτική στη νοοτροπία των αγροτών-μεγαλοαγροτών κυρίως – γιατί τα χρόνια μετά την ΕΟΚ στράφηκαν στις μηχανοποιημένες, ενεργοβόρες, υδροβόρες, πολυέξοδες και επιδοτούμενες μόνο από την Ε.Ε. καλλιέργειες, μέσα από τις οποίες χάθηκε η αυτάρκεια που είχε η χώρα στα περισσότερα αγροτικά προϊόντα και μετατράπηκε σε χώρα εισαγωγής τους, με ταυτόχρονο αποτέλεσμα την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του αρνητικού ισοζυγίου του τομέα και τα επακόλουθα ελλείμματα.
Καλούσαμε την άνεργη νεολαία των πόλεων –αντί να φεύγει στο εξωτερικό-να εγκατασταθεί με δημιουργικό τρόπο-και αν είναι δυνατόν συλλογικά- στην επαρχία και να αναζωογονήσει τον πρωτογενή τομέα και την ύπαιθρο χώρα, αφήνοντας πίσω τη μιζέρια των πόλεων και το κυνήγι μιας μισθωτής θέσης εργασίας στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών. Και τώρα;
Αντί η κυβέρνηση να στηρίξει την αναβίωση του πρωτογενούς τομέα δίνοντας κάποια κίνητρα για νέους αγρότες, θα είναι υποχρεωμένη να προωθεί το αντίθετο μέσω του μνημονίου. Όχι μόνο νέους αγρότες δε θα έχουμε, αλλά θα τα εγκαταλείψουν και οι παλιοί γερασμένοι μικροαγρότες-μικροκτηνοτρόφοι, που ήταν και οι μόνοι που ασχολούνταν με την παραγωγή διατροφικών προϊόντων για τον πληθυσμό. Ακόμα και κάποιοι που είχαν στραφεί, παρόλες τις δυσκολίες, στην αγροτική μικρο-επιχειρηματικότητα, θα σταματήσουν γιατί δε θα είναι δυνατόν να ανταπεξέλθουν σαν επιχειρηματίες με αυτά τα μέτρα.
Μπορεί να υπάρξει αυτάρκεια σε βασικά διατροφικά προϊόντα στη χώρα μας με αυτά τα μέτρα; Σε καμιά περίπτωση απαντάμε. Δεν είναι δυνατόν να γίνει έτσι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, πράγμα που διατυμπάνιζε ότι ήθελε να κάνει η προηγούμενη και νυν κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας».
Θα φανεί καθαρά ποιος είναι ο στόχος του 3ου μνημονίου στον αγροτικό τομέα στα αμέσως επόμενα χρόνια. Να περάσει η παραγωγική αγροτική γη στα χέρια των τραπεζών, των φαντς που ειδικεύονται στην εξαγορά γης και των εταιρειών του αγροδιατροφικού τομέα( έτσι και αλλιώς κατά 70% είναι υποθηκευμένη στην πρώην αγροτική τράπεζα και τώρα στην τράπεζα Πειραιώς(;)). Αυτοί θα αναλάβουν και τον πρωτογενή τομέα της χώρας, με όλα τα επακόλουθα για τον πληθυσμό, αν το αφήσουμε να γίνει αυτό.
Γιώργος Κολέμπας
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Η θρησκεία της «αέναης ανάπτυξης» και του «τεχνολογικού…
Χρηματιστηριακό κραχ στην Κίνα: Κατάρα στον καπιταλισμό;