Posted on February 7, 2016 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Φύλλα νεκρά, λαβωμένα από τις πνοές των γυναικωτών αερικών, που έχουν γίνει μια παχιά συμπαγής μάζα εξοχικής κατοικίας για τους μύκητες. Τα σκουλήκια είναι τόσο καλοδεχούμενα κάτω από αυτά τα στρωσίδια, δεν ξεμυτίζουν στο ξερικό φως του ήλιου. Είναι το αμνιακό υγρό της μητρικής θαλπωρής που τα κρατά σχεδόν φυλακισμένα από επιλογή, κάτω από τα νοτισμένα κουφάρια των φυτών. Στην αυλή του ξεχασμένου προσφυγικού στη Φύσσα ζουν την άηχη ζωή τους αηδιαστικοί οργανισμοί -αυτοί οι άνθρωποι.
Ένα κουτί είναι το σπίτι.
Ένα κλειδαμπαρωμένο πέτρινο κουτί με ξεφτισμένα κόκκινα παράθυρα και μια ελιά γέρικη στο αναπηρικό της καροτσάκι. Έχει απλώσει τις ρίζες της στο κέντρο της γης και γδέρνει τη γενετήσια ορμή του κόσμου, τροχοπέδη στη δημιουργία, φρένο στο χρόνο με τα βαριά της σκέλια να ταλαιπωρούνται από την ταχύτητα της πληροφορίας στο διαδίκτυο. Σε σλόου μότιον κινεί τα λεκιασμένα φύλλα της. Από τις φλέβες του κορμιού της δεν διαπερνά η αιμοσφαιρίνη της επικοινωνίας με τους ανθρώπους – μεσογειακή αναιμία στα τελευταία στάδια, την συρρικνώνει σε μια μικρογραφία του εαυτού της και αποζητά το σίδηρο της επαφής με την κυρά που την πότιζε νερό από τα πηγάδια του Ρομάντζου.
Υπό τη σκέπη της, ξεψυχά το μικρό προσφυγικό σπίτι. Αμετάπιστη και πεισματάρα, φρούριο μεσαιωνικό δεν επιτρέπει τη διαπόμπευση της ιδιωτικότητας της οικογένειας που μεγάλωσε και έζησε κάτω από τη μητρική σκιά της. Γριά ύπουλη με τσαχπινιά από τα μικράτα της διατηρει αυτή την αποκλειστικότητα της υπεραιωνόβιας γυναίκας, να φυλάει τα μυστικά στον κόρφο της με ασφάλεια πιο αξιόπιστη από το κάθε οπλισμένο στρατόκαυλο ανθρωποειδές.
Τα σπίτια, όσο πιο κακοζωισμένους ανθρώπους προφύλασαν στα σκέλια τους, τόσο πιο σφιχταγκαλισμένοι μάρσιποι γινόντουσαν. Η χαμέρπεια του κουτσομπολιού τους έπιανε αδιάβαστους, μα μετά από λίγο μαθαίνανε να φυτρώνουν ελιές με πηχτό φύλλωμα και σε κάθε κακοδοξία αγκάλιαζαν τα εγγόνια και τους αλκοολικούς πατεράδες, τους ανεπρόκοπους γιούς, τις υπερσεξουαλικές κόρες, τους παιδόφιλους θείους και τις φυματικές ανιψιές και έπρατταν προστασία και βυθό. Κλειδοκράτορες λυσσασμένες μέσα στον αφρό της πολλής συνάφειας του κόσμου -στου ποιητή εικόνα και συμβουλή.
Νιώθω κάποια ασφάλεια στη γειτονιά. Νιώθω την κατάφραχτη ελευθεριάζουσα ατμόσφαιρα των υποσιτισμένων μου συνοικιών να με υποστηρίζει και να με θρέφει, να με ρουφάει και να με μισοτρώει ξεκινώντας από τους λοβούς των αυτιών σε ένα αέναο δίπολο, σε ένα εξηζητημένο εκμαγείο τρόπου ζωής. Συνθήκες εντελώς απαρχαιωμένες. Η οικογένεια που σε αγαπά και σε φροντίζει, την ίδια ώρα θα σε ξεκοκαλίσει. Να έχεις ψαχνό, μα η σούπα που θα σου αβγατίσει το μεσημεριανό θα είναι μαγειρέμενο σε αυτό εδώ το κατσαρολικό. Τα όρια σου στενά και οι λαμαρίνες των τεντζερέδων σκληρές και τείχη κάστρου. Μείνε εδώ που το γνωρίζεις. Παραπέρα υπάρχει μίσος, μίσος που δεν γνώρισες ποτέ και μοιάζει με το δικό μας, όταν τσακωνόμαστε στα οικογενειακά τραπέζια.
Και φυλλάδια χρυσαυγιτών με λούζουν. Εκεί.
Εκεί που προ ολίγου ένιωθα τη μάνα μου να με κανακεύει και να εγώ να βαυκαλίζομαι για την ωραιότητα μου σε ένα καθρεφτη με τόσες ρωγμές και ανταριασμένα κυμάτα, που νόμισα πως οι σεισμικες δονήσεις είναι το κανονικό και εγώ μια ασυνήθιστη φθηνή, που νιώθει πριν σκεφτεί. Με αυτές τις ψευδαισθήσεις…
Related