Ιφιγένεια Κοντού
Ποτέ μην κρίνεις ένα βιβλίο από τον τίτλο, λέει μια παροιμία. Ούτε ένα τραγούδι για τη Eurovision…
Ο τίτλος του τραγουδιού που στέλνουμε φέτος στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό είναι: «Utopian Land» και το θέμα – υποτίθεται πως – είναι το προσφυγικό… Ακούγοντας την είδηση, ελπίζεις σε μια καταγγελία για τα κλεισμένα σύνορα… Σε μια κατακραυγή για τον πόλεμο… Έστω σε δυο λόγια που συμμερίζονται τον πόνο και την αγωνία της προσφυγιάς…
Καμία σχέση.
Το τραγούδι εκφράζει τέλεια αυτό που – δυστυχώς – είμαστε. Ένα λίγο από όλα.
Είναι hip hop αλλά με έντονο το ποντιακό στοιχείο, με ποντιακή λίρα, λίγο αμανέ στην αρχή… Ρεφρέν στα αγγλικά αλλά κουπλέ στα ελληνικά, μισό στη νεοελληνική και μισό στην ποντιακή διάλεκτο. Κάτι σαν τα τουριστικά μαγαζιά στα νησιά με ταμπέλες τύπου: café – restaurant – pizza – fresh fish – gyros.
Σαν να μην έφτανε όλο αυτό, έρχεται ο αγγλικός στίχος στο ρεφρέν και δίνει το τελειωτικό χτύπημα: «dance with us and have some fun».
«Come to me για να τη βρεις… Η ανάμνηση απ’ τη Greece θα σου μείνει για for ever…» Όλος ο κόσμος αλλάζει… Όλος; Όχι και όλος; Μια μικρή χώρα στην άκρη της Ευρώπης [δες τον χάρτη της Ελλάδας κάτω από μεγεθυντικό φακό σαν το γαλατικό χωριό] δεν ξεπέρασε ποτέ τον Σταμάτη Γαρδέλη, δεν απομυθοποίησε ποτέ το greek kamaki, δεν ξεκόλλησε ποτέ από τη δεκαετία του 80. Επιμένει στο τρίπτυχο: λίγο κρασί – λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου.
Δεν πάει να γκρεμίζεται το σύμπαν; Εμείς εδώ fun έχουμε, fun θα προβάλουμε στην Ευρώπη… Είτε μιλάμε για διακοπές all inclusive είτε για προσφυγιά.
Αλλά για ποιο fun ακριβώς μιλάμε; Για μια χώρα που με ενάμισι εκατομμύριο ανέργους έχει να στεγάσει και σαράντα χιλιάδες ξεριζωμένους; Μήπως μιλάμε για το τρελό fun στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου; Με τα φρεσκοσκαμμένα νεκροταφεία ανώνυμων προσφύγων; Με τα βουνά από ξεφουσκωμένα σωσίβια; Μήπως αναφερόμαστε στο fun των συνωστισμένων ψυχών στον Πειραιά ή το Ελληνικό; Ή μήπως για το fun στη λασπουριά της Ειδομένης; Από τη Μεταπολίτευση και μετά, ποτέ άλλοτε δεν επικρατούσε τόση κατήφεια, τόση θλίψη και τόση μαυρίλα…
Ο στίχος είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.
Είναι προφανές ότι κάποιος τον έγραψε με τα λίγα, τα φτωχά αγγλικά του συνοικιακού φροντιστηρίου [«We are the rise in the rising sun» – δις], με μια αβάσταχτη ελαφρότητα για το προσφυγικό [«αδά νυχτών κι ακεί που πάμε ξημερών» – τι ωραία!] και μια διάθεση χαβαλέ [«πίνουμε βότκας κι η γιάγια μ’ γαβουρεύει χαψία» – γεια μας… γιαγιά μας!] για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Εντάξει. Κάποιος το έγραψε το τραγούδι. Πάει στα κομμάτια…
Αλλά ποιος το ενέκρινε; Ποιος αποφάσισε ότι αυτό το μήνυμα δείχνει την εικόνα της σημερινής Ελλάδας κι εκφράζει τη στάση ενός ολόκληρου λαού για το προσφυγικό, στην Ευρώπη των κλειστών συνόρων;
«Αυτό σε πείραξε; Υπάρχουν σοβαρότερα προβλήματα…» μπορεί να σχολιάσει κάποιος… Δεν πρόκειται για τη θέση μας στον Διαγωνισμό Eurovision – ποιος νοιάζεται; Για τη νοοτροπία μας πρόκειται που φαίνεται ακόμη και από κάτι τόσο μικρό κι ασήμαντο όσο η επιλογή τραγουδιού για έναν pop Διαγωνισμό αλλά κι από κάτι τόσο μεγάλο και σημαντικό όσο το πώς βλέπουμε το προσφυγικό.
Είμαστε στην κοσμάρα μας. Στη δική μας Utopian Land.