TVXS Ανάλυση | 09:44 | 13 Μαρ. 2016
Μη έχοντες ή… έχοντες και φοροδιαφεύγοντες; Το– εν Ελλάδι διαχρονικά αναπάντητο – ερώτημα είναι εκείνο που κρατά ανοιχτό τον φάκελο του φορολογικού στη διαπραγμάτευση κυβέρνησης και δανειστών και φέρνει ξανά στο τραπέζι σενάρια μείωσης του αφορολογήτου ορίου και νέων επιβαρύνσεων στα εισοδήματα από 7.000 έως 25.000 ευρώ.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτο και ο αναπληρωτής υπουργός Γιώργος Χουλιαράκης συναντώνται ξανά σήμερα το μεσημέρι με τους επικεφαλής του κουαρτέτου με στόχο να ακυρώσουν ακριβώς αυτά τα σενάρια. Πρόκειται όμως για έναν στόχο ακρούντως δύσκολο μετά την πρόταση που κατέθεσαν γραπτώς οι δανειστές την Πέμπτη και προβλέπει μείωση του αφορολόγητου στην περιοχή από 5.000 έως 8.500 ευρώ και αλλαγή των φορολογικών συντελεστών με τρόπο που αυξάνει ξανά τα βάρη για όσους έχουν εισοδήματα κατά τι υψηλότερα του βασικού μισθού.
«Ισοδύναμα» για να μη μειωθεί το αφορολόγητο
Οι δύο υπουργοί θα προσέλθουν στο νέο ραντεβού με αντιπρόταση «ισοδυνάμων» – μια αντιπρόταση που θα περιλαμβάνει αναπροσαρμογές των φορολογικών συντελεστών χωρίς να επηρεάζει το αφορολόγητο και θα έχει σαφή στόχο, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, «να καλυφθεί ένα δημοσιονομικό κενό της τάξης τουλάχιστον των 600 εκατομμυρίων ευρώ αλλά ταυτόχρονα να προστατευθούν και οι μη έχοντες».
Ο ορισμός των «μη εχόντων» όμως είναι εκείνος που ανοίγει και το χάσμα ανάμεσα σε κυβέρνηση και δανειστές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το επιχείρημα που επικαλείται το κουαρτέτο ζητώντας νέα φορολογικά βάρη για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα είναι η λεγόμενη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και, κυρίως, η αντιμετώπιση της λεγόμενης «χαμηλής» αλλά διάσπαρτης φοροδιαφυγής. Κατά το επιχείρημα αυτό, τα εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ τα οποία και επιβάρυνε η αρχική πρόταση της κυβέρνησης είναι αφ’ ενός ήδη υπερφορολογημένα και, αφ’΄ετέτου, εξαιρετικά περιορισμένα ώστε να μπορέσουν να καλύψουν και το κενό – ένα κενό που υπολογίζεται ανάμεσα στα 600 και τα 800 εκατομμύρια ευρώ.
Το 3% των «πλουσίων»
Οι εκπρόσωποι των δανειστών, μάλιστα, έβαλαν στο τραπέζι και τα τελευταία στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με βάση τα οποία δείχνουν ότι το 2015 εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ εμφάνισε μόνον το 3% των φορολογουμένων, το οποίο και κατέβαλε το 42% του συνολικού φόρου εισοδήματος.
Με βάση τα ίδια στοιχεία, περίπου το 50% των φορολογουμένων δηλώνει εισδήματα έως 5.000 ευρώ, ενώ 1,2 εκατ. φορολογούμενοι δήλωσαν μηδενικό εισόδημα και 4,6 εκατ. φορολογούμενοι δήλωσαν εισόδημα έως 10.000 ευρώ.
Είναι στοιχεία που, όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, αποτυπώνουν μεν τα υψηλά επίπεδα της μνημονιακής φτώχειας στην Ελλάδα, ταυτόχρονα όμως υποδηλώνουν και την, επίσης υψηλή, φοροδιαφυγή.
Η «μεσαία» φοροδιαφυγή
Επ’ αυτής της «κρυμμένης» φοροδιαφυγής, δε, οι δανειστές δεν παρέλειψαν να επικαλεστούν και την μελέτη του ΣΕΒ με την ανάλυση των στοιχείων φορολογίας εισοδήματος που δείχνει ότι 8 στους 10 αγρότες και 6 στους 10 ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν στην Εφορία εισοδήματα που αντιστοιχούν σε μηνιαίες αποδοχές της τάξης των 130 ευρώ.
Με αυτά τα δεδομένα, το κουαρτέτο στην δική του πρόταση ζητά να κατέβει το αφορολόγητο όριο πολύ κάτω των σημερινών 12.000 ευρώ – ακόμη και στα 5.000 ευρώ – και ζητά φορολογικό συντελεστή 22% στα εισοδήματα έως 22.000 ευρώ αντί 25.000 που ισχύει μέχρι σήμερα.
Το μείζον, και ουσιαστικό, αντεπιχείρημα που προβάλει το οικονομικό επιτελείο είναι πως, ακόμη κι εάν γίνει δεκτό το επιχείρημα για λανθάνουσα φοροδιαφυγή και πλασματικά εισοδήματα, το ψαλιδισμένο αφορολόγητο η αύξηση των συντελεστών στη μικρή και μεσαία κλίμακα θα πλήξει καίρια και τα… συνήθη υποζύγια, τους μισθωτούς και συνταξιούχους που ήδη καταβάλουν διπλάσια φορολογικά βάρη από τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες.
Με δεδομένο, ωστόσο, πως οι δανειστές εξακολουθούν να θέτουν ως πρώτη προϋπόθεση την απαίτηση «να βγαίνουν τα νούμερα», το εγχείρημα της εξεύρεσης ισοδυνάμων διαγράφεται εξαιρετικά δύσκολο…
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Προστασία από πλειστηριασμούς για έξι στους δέκα οφειλέτες
Σκληρός «έντιμος συμβιβασμός» εντός 24 ωρών
Πολυνομοσχέδιο: Τα 7 μέτρα που χτυπούν (ξανά) τη μεσαία τάξη