η φωτογραφίατο κείμενο
κάτι φίλοι μου, κάτι καλοί μου φίλλοι με κόλλησαν πανούκλα και δεν μπορώ να φύγω από το “νησι”. μαύρη αρρώστια, ανάξια πλερωμή.
σήκωσα λοιπόν γύρω μου τείχη ψηλά και έκλεισα όλους τους άλλους απέξω.
οι πληγές μου δεν φαινόταν, αλλά ποτέ δεν έκλεισαν. κακοφόρμισαν μάλιστα με αποτέλεσμα να ζω μόνος στην άκρη του χωριού μέχρι που έφυγαν οι παλιοί κι έμειναν οι καινούργιοι
αλλά ακόμη και ο θάνατος των παλιών δεν μπόρεσε να φέρει και τη δική μου λήθη, κ οι ζωντανοί, σκιές μές στη ζωή, μου φωνάζανε, είναι ωραίο νασαι γραφικός νασαι στιγματισμένος μόνο που δεν μας φτάνει
γι αυτό εμβόλιο έφτιαξαν για την περίπτωση μου και με λοβοτομή.
ευτυχώς. τυχερός είμαι δεν είναι αστείο, και χθες μες στην πορεία περνούσα γελαστός.
μόνο η πανούκλα και ο θάνατος είναι γλυκοί με τους πολλούς.
το τραγούδι
Σχεδόν πενήντα χρόνια
βάσανα και διωγμοί,
τώρα στη μαύρη αρρώστια
ανάξια πλερωμή.
Το δίκιο του αγώνα
πολλά σου στέρησε,
μα η ζωή λεχώνα
ελπίδες γέννησε.
Τίποτα δεν πάει χαμένο
στη χαμένη σου ζωή,
τ’ όνειρό σου ανασταίνω
και το κάθε σου “γιατί”.
Ποτέ δε λες η μοίρα
πως σε αδίκησε,
μα μόνο η Ιστορία
αλλιώς σου μίλησε.
Σκυφτός στα καφενεία,
στους δρόμους σκεφτικός,
μα χθες μες στην πορεία
περνούσες γελαστός.