Μια κλασική εικόνα από την καθημερινότητα της εποχής
Posted by sarant στο 24 Μαρτίου, 2016
Αύριο τιμάμε την Επανάσταση του 1821 και συνηθίζω κάθε χρόνο τέτοιες μέρες να ανεβάζω ένα-δυο κείμενα σχετικά με το ιδρυτικό γεγονός του νεοελληνικού κράτους. Διάλεξα σήμερα να παρουσιάσω ένα θέμα όχι άγνωστο βέβαια αλλά που μένει συνήθως σε δεύτερο πλάνο, τα οικονομικά της εξέγερσης. Συγκεκριμένα, θα παρουσιάσω το μεγαλύτερο μέρος από το τρίτο κεφάλαιο ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα -το «Η ελληνική επανάσταση του 1821. Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες» του Βασίλη Κρεμμυδά, που βλέπω να προβάλλεται αυτές τις μέρες στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Στο τέλος, θα γκρινιάξω λίγο όχι για το περιεχόμενο του βιβλίου αλλά για την κακή επιμέλεια του κειμένου.
Αναδημοσιεύω τις σελίδες 83-93 από το βιβλίο του Β. Κρεμμυδά, όμως χωρίς τις υποσημειώσεις. Να διευκρινίσω ότι σε προηγούμενες σελίδες ο συγγρ. έχει αναφέρει ότι οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι είχαν δημιουργήσει την ευκαιρία πολύ μεγάλων κερδών για τους Έλληνες έμπορους και πλοιοκτήτες -ενώ με τη λήξη τους και τη λήξη των αποκλεισμών, οι εμπορικοί στόλοι των ευρωπαϊκών χωρών κυριάρχησαν ξανά, εκτοπίζοντας τα ελληνικά καράβια και προκαλώντας μεγάλη ανεργία αλλά και συσσωρευμένα ανενεργά κεφάλαια.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ήταν πόλεμος· όπως κάθε επανάσταση. Και ο πόλεμος έχει κόστος· υψηλό κιόλας. Τίθεται επομένως ένα ερώτημα: Πού βρέθηκαν τόσα χρήματα για να καλύψουν τις ανάγκες του Αγώνα των Ελλήνων; Ο Σπυρίδων Τρικούπης μάς το έχει πει από τη δεκαετία του 1850: Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας έγινε με ιδιωτικά κεφάλαια.
Τι θα πει όμως τότε, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ιδιωτικά κεφάλαια· ασφαλώς θα πει, πρώτα πρώτα, κεφάλαια στα χέρια ιδιωτών. Ποιων όμως; Των υπόδουλων Ελλήνων; Ας απαντήσουμε με άνεση, ναι. Και επειδή ο συνειρμός μάς παραπέμπει στις σημερινές μας πραγματικότητες, ναι, σε χέρια πολλών υπόδουλων Ελλήνων «υπήρχαν λεφτά»· πολλά όμως κατά περιπτώσεις. Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό τα προεπαναστατικά αδιέξοδα που είχε δημιουργήσει, κυρίως στην αστική τάξη, η οικονομική κρίση· είχαμε πει ότι οι κορυφές των αδιεξόδων ήταν η εκτεταμένη ανεργία και τα μεγάλα συσσωρευμένα, αλλά ανενεργά, κεφάλαια.
Θα δούμε —και δεν πειράζει να το πούμε από τώρα— ότι η Επανάσταση απορρόφησε και τα δύο· και την ανεργία και τα κεφάλαια· και θα δούμε αμέσως πιο κάτω την καθημερινότητα του Αγώνα και θα καταλάβουμε πώς απορροφήθηκαν και τα δύο. Ως προς τα κεφάλαια, είναι προφανές ότι η Επανάσταση λειτούργησε ως επιχείρηση στην οποία οι κεφαλαιούχοι τα επένδυσαν με το ρίσκο να τα χάσουν, όπως κάθε επένδυση είχε και αυτή ρίσκο.
Πρέπει όμως να ξέρουμε πώς γινόταν, πώς λειτούργησε η επιχείρηση Αγώνας για την Ανεξαρτησία: Οι αγωνιστές αμείβονταν για τον χρόνο που ήταν απασχολημένοι στη μάχη· αμείβονταν και για το άλογό τους· αμείβονταν από κάποιον κεφαλαιούχο, ο οποίος κατέθετε στην Κεντρική Διοίκηση της Επανάστασης κατάλογο με τα έξοδα που είχαν κάνει προκειμένου να αποζημιωθούν από το «αυριανό» κράτος. Το ίδιο συνέβαινε και στη στεριά και στη θάλασσα. Έτσι είναι, λοιπόν, που απορροφήθηκαν και η ανεργία και τα ανενεργά κεφάλαια.
Γιά να μπαίνουμε τώρα στην καθημερινότητα, που λέγαμε πριν, του Αγώνα· πριν, ας επαναλάβουμε ότι μια επανάσταση είναι καταρχήν πόλεμος και ο πόλεμος είναι κατεξοχήν οικονομικό γεγονός. Ας παρακολουθήσουμε τώρα ένα σχήμα διεξαγωγής του ελληνικού πολέμου της Ανεξαρτησίας: Αποφασίζεται, ας πούμε, σε σύσκεψη πολιτικών και στρατιωτικών η πολιορκία —με σκοπό την κατάληψη— της Τριπολιτσάς, υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Αυτός θα οργανώσει το σχέδιο και θα καλέσει άλλους οπλαρχηγούς να λάβουν μέρος με τους στρατιώτες τους – εννοείται ότι μιλούμε για άτακτο στρατό εναντίον τακτικού, ή μάλλον για άτακτους πολεμιστές…
Σημείωσα πριν ότι ο Κολοκοτρώνης θα καλούσε να λάβουν μέρος στην πολιορκία και άλλοι «οπλαρχηγοί με τους στρατιώτες τους». Η έκφραση: «οι στρατιώτες τους» ξενίζει. Χρειάζεται εξήγηση. Όσοι διέθεταν τα οικονομικά μέσα μπορούσαν να διατηρούν «στρατόπεδο», να διαθέτουν δηλαδή δέκα, είκοσι, πενήντα, εκατό ετοιμοπόλεμους ατάκτους που θα τον ακολουθούσαν στις μάχες εγκαταλείποντας οικογένεια και ασχολίες. Αυτοί, όσο καιρό ήταν απασχολημένοι στην πολιορκία ή στη μάχη, θα πληρώνονταν από τον οπλαρχηγό τους. Θα ελάμβαναν ημερομίσθιο (το «σιτηρέσιον»), αποζημίωση για τα πυρομαχικά τους και για το άλογό τους (ελάμβανε και το άλογο ημερομίσθιο). Οι τιμές των αμοιβών ήταν ορισμένες, δεν έδινε κάθε οπλαρχηγός όσα ήθελε.
Θεωρητικά, η αμοιβή του στρατιώτη αντιστάθμιζε το ημερομίσθιο που θα είχε αν δεν ήταν στη μάχη. Το κέρδος του, το άτυπο κέρδος του, θα ήταν το λάφυρο. Ο οπλαρχηγός, από τη μεριά του, κρατούσε σημειώσεις των εξόδων και, μετά την πολιορκία ή τη μάχη, παρέδιδε στη διοίκηση το σχετικό κατάστιχο για να αποζημιωθεί.
Στη θάλασσα, στις ναυμαχίες, γινόταν το ίδιο: το πλήρωμα του καραβιού —πρώην εμπορικού καραβιού στο οποίο είχαν προστεθεί κανόνια, πυρπολικά και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τον πόλεμο— το πλήρωνε ο πλοιοκτήτης. Και στο τέλος της επιχείρησης, αυτός ήταν που υπέβαλλε το αντίστοιχο κατάστιχο των εξόδων, στο οποίο όμως προσετίθεντο ενδεχόμενες βλάβες και επισκευές ή, ακόμα, και απώλεια του καραβιού. Αυτό εννοεί ο Σπυρίδων Τρικούπης όταν λέει ότι η Επανάσταση έγινε με ιδιωτικά κεφάλαια. Και έτσι γίνεται φανερό πως η Επανάσταση απορρόφησε συσσωρευμένα ανενεργά κεφάλαια – και ανεργία.
Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, ότι όσο περισσότερα κεφάλαια διέθετε κάποιος, τόσο περισσότερους πολεμιστές μπορούσε να έχει στις μάχες και τόσο μεγαλύτερη σημασία είχε η παρουσία του στη μάχη – ο λόγος του αποκτούσε περισσότερο βάρος, ο ίδιος αποκτούσε περισσότερη εξουσία. Ο οπλαρχηγός δεν εκλεγόταν με κάποιας μορφής δημοκρατικές διαδικασίες, γινόταν αυτόματα επειδή διέθετε κεφάλαια.
Με αυτή την έννοια, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεων με ιδιωτικό χρήμα συνιστούσε επένδυση των ανενεργών κεφαλαίων στην Επανάσταση. Πρέπει, όμως, να διευκρινίσω ότι αυτού του είδους η χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων δεν συνιστά μισθοφορικού τύπου πόλεμο. Οι αγωνιστές του Εικοσιένα δεν ήταν μισθοφόροι, ο μισθοφορικός στρατός είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα.
* * *
Έπειτα από όλα τα παραπάνω, εκκρεμεί ακόμα ένα ερώτημα: Αφού ο πόλεμος χρηματοδοτήθηκε με αυτόν τον τρόπο και αφού ο κεφαλαιούχος έκανε ένα είδος επένδυσης, λογικό είναι να του επιστράφηκε το αρχικό κεφάλαιό του μαζί με κάποιο κέρδος. Πώς μπορεί να συνέβη αυτό; Το μικρό ελληνικό κράτος που γεννήθηκε από την Επανάσταση ήταν σε θέση να αποπληρώσει όλα αυτά τα χρέη;
Ασφαλώς, ναι. Ήταν σε θέση, επειδή έγινε ιδιοκτήτης ενός τεράστιου πλούτου, του πλούτου που πριν ήταν οθωμανικός. Η με όποιον τρόπο διανομή αυτού του πλούτου για την αποζημίωση των ιδιωτών-κεφαλαιούχων ανέδειξε και κοινωνικές διαφοροποιήσεις – σοβαρές. Γι’ αυτό, όμως, μια άλλη φορά.
Σε μερικά από αυτά θα χρειαστεί να επανέλθουμε· τώρα, πρέπει αμέσως να παρατηρήσουμε ότι όσοι «επένδυαν» με αυτόν τον τρόπο τα κεφάλαιά τους στην Επανάσταση, το έκαναν γιατί, προφανώς, είχαν εμπιστοσύνη στην Κεντρική Διοίκηση, στην επαναστατική κυβέρνηση.3
Και ας λάβουμε υπόψη, παρεμπιπτόντως, ότι ο πόλεμος στη θάλασσα είχε πολύ υψηλότερο κόστος σε σύγκριση με τον πόλεμο στη στεριά. Αυτός ήταν ο «εθελοντικός» τρόπος χρηματοδότησης της Επανάστασης· γιατί υπήρχε και ο υποχρεωτικός. Ας διαβάσουμε:
Κύριε Αντωνόπουλε,
κατά την διαταγήν των ανωτέρων μας σε προστάζομεν όπως έως αύριον πέμπτης λίαν πρωί συνεισφέρεις προς ημάς προς βοήθειαν του γένους και της κοινής κάσας γρόσια τρεις χιλιάδες πεντακόσια, Ν. 3500. Απελθούσης δε της διορίας διπλασιάζονται έως διάστημα εξ ωρών και μετά ταύτα θάνατος ή παιδεία εις τον απειθή και παρήκοον.
1822, τη 26 Ιουλίου, Καλαμάτα
καπετάν Γιάννης Μαυρομιχάλης
[παιδεία = βασανιστήρια -Ν.Σ.]
Εκ των ανωτέρω γροσίων μάς εμέτρησεν ο ρηθείς κυρ Αντωνάκης γρόσια δύο χιλιάδες οκτακόσια ογδόντα οκτώ 2.888 και έστω εις ένδειξιν.
Τη 22 Αυγούστου, Καλαμάτα
ό,τι αντίγραφον ακριβές εκ του παρουσιασθέντος πρωτοτύπου
Καλάμαι τη 3 Μαΐου 1846 ο Δήμαρχος
Μαθαίνουμε, έτσι, ότι υπήρχαν και πλούσιοι που, έως τα μέσα Ιουλίου 1822, δεν είχαν συνεισφέρει υλικά στον Αγώνα και έτσι η επαναστατική κυβέρνηση αναγκαζόταν να τους ζητήσει συγκεκριμένα ποσά και να απαιτήσει να τα αποπληρώσουν επί ποινή βασανισμού ή ακόμη και θανάτου.
Έχουμε βρει έως τώρα δύο πηγές άντλησης πόρων από την Επανάσταση· υπάρχουν άλλες τρεις· πρώτη ήταν η αφαίρεση, υπέρ του γένους, χρυσών και αργυρών σκευών και κειμηλίων· ένας άλλος ήταν η συγκέντρωση πόρων από λείες και λάφυρα, μολονότι τα περισσότερα από αυτά πήγαιναν στα χέρια των αγωνιστών.
Τέλος, η μεγαλύτερη πηγή άντλησης πλούτου για λογαριασμό της Επανάστασης ήταν αυτός ο πλούτος, που συγκροτούνταν από τις οθωμανικές περιουσίες, κτήματα και κτίσματα. Αυτές χρησίμεψαν ως ένα εργαλείο για την Επανάσταση. Σε άλλο σημείο, πιο κάτω, θα πούμε περισσότερα, για να αντιληφθούμε πως αυτός ο πλούτος χρησιμοποιήθηκε, ασφαλώς για τις ανάγκες συνέχισης του Αγώνα, αλλά και για αποζημιώσεις μέρους τών, ιδιωτικών που λέγαμε, κεφαλαίων που είχαν πιστωθεί στην κεντρική Διοίκηση και κατέληξε να μεταβάλουν, σε ώρα πολέμου, μέρος από τις κοινωνικές σχέσεις.
Ο ρόλος των λαφύρων
Τα λάφυρα ήταν κάτι συγκεκριμένο, φαίνεται, και προσδιορισμένο· δεν ήταν οτιδήποτε μπορούσε να πάρει ο αντίπαλος όταν νικούσε. Λάφυρο ήταν αυτό που παρέδιδε ο εχθρός, αποδεχόμενος την ήττα του– ή που έπεφτε στα χέρια του νικητή χωρίς παράδοση από τον ηττημένο εχθρό.
Και, φαίνεται πάλι, ότι υπήρχαν κανόνες μοιρασιάς των λαφύρων – άλλο η τήρησή τους. Ας διευκρινιστεί επίσης ότι οι σχετικές περιγραφές επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι τα λάφυρα ήταν κάτι επίσημο, ας πούμε· ό,τι άλλο ήταν πλιάτσικο. Ας δούμε:
Εκατέβηκαν οι τέσσεροι και εκάτσαμε αντάμα. Τότε έστειλα έως τον κατή (σαν τους έβαλα εις το χέρι τούτους) με τους τριάντα ανθρώπους μέσα εις το κάστρο διά να παραδώσουν τα άρματά τους όλοι οι Τούρκοι και να τα βάλουν εις ένα σπίτι. Ο κατής έκαμε λόγον και τους όρκωσε εις την πίστιν τους· να μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά να τα δώσουν όλα. Και έτσι εξαρματώθηκαν όλοι και τα έβαλαν εις ένα σπίτι… εστείλαμε να έλθουν και πέντε έξη πολιτικοί, να παρευρεθούν εις τα λάφυρα, και να βγάλουμε και του Έθνους.
Πρόκειται για την παράδοση της Κορίνθου από τους Τούρκους στον αρχιστράτηγο Θ. Κολοκοτρώνη. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή από την κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Είχαμε σχέδιο να προβάλομε εις τους Τούρκους της Τριπολιτσάς να παραδοθούν και έτσι να στείλομεν ανθρώπους μέσα να μαζευθούν όλα τα λάφυρα και έπειτα να τα διαμοιράσουν κατ’ αναλογίαν εις διαφόρους επαρχίας και να βγάλουν διά το έθνος, αλλά ποιος ήκουσε. […] Ύστερα από δέκα ημέρας εβγήκαν όλοι οι Έλληνες με τα λάφυρα και επήγαν εις τες επαρχίες σκλάβους, σκλάβες…
Η υπόθεση με τα λάφυρα είχε διάφορες όψεις και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησε την Επανάσταση σε αποτυχίες– άλλοτε σε άρνηση συμμετοχής και άλλες συμπεριφορές. Ιδού τι γράφει σχετικά ο Κολοκοτρώνης:
Τότε εκίνησα μόνο με σαράντα σωματοφύλακες για την Πάτρα. Έστειλα προσταγή εις την επαρχία της Καρύταινας να μαζωχθούν τα στρατεύματα διά την Πάτρα. Και όταν έφτασα στη Μαγούλιανα, έξη ώρες από την Τριπολιτσά εσυνάχθηκαν χίλιοι εφτακόσιοι στρατιώτες και έως να κατεβώ εις την Γαστούνην εμάζωνα δέκα χιλιάδες. Ακούοντας ότι εκστράτευα διά την Πάτρα οι άρχοντες, ο Α. Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Π. Πατρών, που πολιόρκιζαν την Πάτρα, γράφουν ένα γράμμα του Υψηλάντη και Πετρόμπεη και όλης της τότε κυβερνήσεως: «Εμάθαμε ότι ο Κολοκοτρώνης έρχεται εις την Πάτρα. Ο Κολοκοτρώνης να μείνει και να έλθει βοήθεια μια τριακοσαριά νομάτοι, διατί σε έξη ημέρες παίρνομε την Πάτρα» – διατί, έλεγαν των μικρών, «Δεν συμφέρει ότι αν έλθει ο Κολοκοτρώνης, θε να πάρει και της Πάτρας τα λάφυρα, καθώς και της Τριπολιτζάς».
Αυτά τα λίγα αποσπάσματα από τα άφθονα στα Απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη επιτρέπουν να αποδεσμεύσουμε ένα σχήμα για τη λειτουργία των λαφύρων στην Επανάσταση του 1821. Το σχήμα θα ήταν το εξής: Τα λάφυρα, δηλαδή ο κινητός πλούτος του ηττώμενου στη μάχη Οθωμανού, από χρυσαφικό μέχρι οπλισμό και πολεμοφόδια, θεωρητικά ανήκαν στην Επανάσταση, όπως και ο ακίνητος· τον κινητό όμως επέτρεπε να τον διανείμουν μεταξύ τους αυτοί που τον κατέκτησαν τη διανομή θα έκανε ο επικεφαλής της σύγκρουσης, ίσως ο αρχιστράτηγος, ο οποίος φρόντιζε ένα μέρος – δεν ξέρουμε το μέγεθος του, να πάει στην Επανάσταση, στο «έθνος».
Και μετά την παρουσίαση του κειμένου, ας γκρινιάξω.
Λοιπόν, μου έκανε κακή εντύπωση ότι στο δεύτερο μισό κυρίως του βιβλίου βρήκα πολλά λάθη στην επιμέλεια του κειμένου -λάθη ορθογραφικά (πρόγραμα, άλον σ. 143), λάθη τυπογραφικά, ασυμφωνίες αριθμών, τρόμο διπλής άρνησης («καμία από τις δύο παρατάξεις θέλησε ποτέ να εξοντώσει την άλλη», σελ. 142). Τέλος, λάθη στα οποία φαίνεται να λείπει λέξη από το κείμενο ή κάτι να έχει πάει στραβά -τέτοια λάθη είναι συχνά στην κακή επιμέλεια σε επεξεργασία κειμένου, αφού η ηλεκτρονική διόρθωση δεν αφήνει απτά ίχνη.
Σταχυολογώ:
* σελ. 71: [ο Πατριάρχης] «Μάλλον δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ή γνώριζε καλά τα σχετικά με τις προετοιμασίες για την επανάσταση». Φαίνεται να λείπει ένα «δεν» (δεν γνώριζε καλά).
* σελ. 111: Ο ίδιος ο Αλ. Μαυροκορδάτος φρόντισε να συμβιβάσει υποβάλλοντας στην κυβέρνηση, και κατόπιν στη Βουλή, πρόσωπα που δεν δεσμεύονταν με αντιπαλότητες. Ή κάτι λείπει ή έχουμε ιδιότροπη χρήση του ρήματος ‘συμβιβάζω’.
* σελ. 142: Πρόκειται για μια πόλη που εκτάθηκε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Διάβαζε: για μια πάλη.
* σελ. 178: Τα δεινά που το «ευγενές» γένος των Ελλήνων είχε υποστεί επί τέσσερις αιώνες … δικαιολογούσε την απόφασή τους να επαναστατήσουν. Ασυμφωνία αριθμού.
* σελ. 178: Παράλληλα, η Επανάσταση δοκίμασε να συγκινήσει τους Ευρωπαίους θαυμαστές και μελετητές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και να εκμεταλλευτεί τα, ήδη πολλά, περιηγητικά που ήταν σε κυκλοφορία. Τι περιηγητικά; Μάλλον λείπει λέξη (π.χ. έργα, συγγράμματα)
* σελ. 209: [ο Ζαϊμης και ο Λόντος] στην πρώτη φάση του εμφυλίου συμμάχησαν με τη Διοίκηση … και κατά τη δεύτερη φάση του συμμάχησε με την παράταξη των στρατιωτικών. Ασυμφωνία αριθμού.
Υπάρχουν κι άλλα λαθάκια, αλλά δεν είχα μαζί μου μολυβάκι να τα σημειώσω. Η συγκέντρωσή τους στο δεύτερο μισό του βιβλίου σημαίνει ή ότι ο διορθωτής κουράστηκε ή ότι τότε άρχισα εγώ να προσέχω. Είναι πάντως πολλά λάθη για έναν σοβαρό εκδοτικό οίκο, σε ένα κείμενο μικρής έκτασης, που τυπογραφικά δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερες δυσκολίες.
Σχετικά:
One Comment
aris
Ωραίο άρθρο και κατατοπιστικό για τις δυσκολίες και τα προβλήματα της Ελληνικής επανάστασης.
Καιρός είναι να μαθαίνουμε σαν λαός ότι η επανάσταση δεν ήταν κάποια ιστορία παραμυθάκι σαν τον Αλή μπαμπά και τους 40 κλέφτες.
Αυτός ο ωχαδερφισμός και η αμάθεια ενώ ζούμε σε μια δύσκολη περιοχή που δεν επιτρέπει αλαφροΐσκιωτους είναι σίγουρα η αιτία πολλών δεινών μας.
Μου άρεσε και αυτό με τα λάφυρα από την πτώση του κάστρου της Πάτρας που ποτέ δεν έπεσε και ο Θοδωρής τους έχωνε μέχρι που πέθανε και γ@μώ τα μπινελίκια!
Αλήθεια πόσοι έχουμε διαβάσει τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώναρου?
Είναι λίγο κουραστικό έ ??
Ή το βιβλίο είναι ακριβό?
Αθάνατε Νεοέλληνα!
Χουά χα χα χα χα χα χα χα χα