Παιδιά της κατοχικής Αθήνας, με τα σημάδια του λιμού στα σώματά τους
(αριστερά) και ορφανά του Διστόμου, λίγους μήνες μετά τη σφαγή (δεξιά)
| Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες
(Αθήνα 2000) / D. KESSEL, Ellada 1944 (Αθήνα 1997)
Δευτέρα, 16 Μαΐου 2016 | aristeristrouthokamilos
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Να πληρώσουν τα θύματα κι όχι οι θύτες;
από την Εφημερίδα των Συντακτών
Συντάκτες:
Χάγκεν Φλάισερ, Καρλ Χάιντς Ροτ, Κριστόφ Σμινκ-Γκουστάβους
Από τα μέσα Φεβρουαρίου, δημοσιεύτηκαν σε κορυφαία γερμανικά μέσα ενημέρωσης (Die Welt, Der Spiegel, Focus) ορισμένα άρθρα, με χτυπητούς τίτλους, σχετικά με τις ελληνικές αξιώσεις για πολεμικές αποζημιώσεις, που θα επανόρθωναν, σε κάποιο βαθμό, τα μαζικά εγκλήματα και τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Γερμανοί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εδώ, οι ναυαρχίδες του γερμανικού δημοσιογραφικού κατεστημένου βασίζονταν στην ίδια πηγή: στις «αποκαλύψεις» ενός συνταξιούχου ιστορικού από το Μάνχαϊμ, του καθηγητή Χάιντς Α. Ρίχτερ.
Εκείνος είχε πρωτοτυπήσει επειδή όχι μόνο αμφισβητούσε το βάσιμο των αξιώσεων αυτών, αλλά προχωρούσε και πιο πέρα, σε αντίστροφο υπολογισμό: «Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία», έγραφε, «οφειλέτης δεν είναι η Γερμανία, αλλά η Ελλάδα».
Τα εν λόγω έντυπα υπογράμμιζαν ότι ο Ρίχτερ έχει μια «εξαιρετικά νηφάλια» και«επιστημονική» τοποθέτηση (1), την οποία εξέθεσε μάλιστα σε πρόσφατη σύσκεψη αξιωματούχων του ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών, αν και δεν διευκρινίστηκε από ποια πλευρά προήλθε η σχετική πρωτοβουλία (2).
Ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε τελικά η φήμη πως στη συνάντηση αυτή ήταν παρών και ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αφού μάλιστα διαψεύστηκε ρητά από το γραφείο του υπουργού.
Τα στελέχη του γερμανικού υπ. Οικονομικών διαφώτισε ο Χάιντς Ρίχτερ σχετικά με το «ανυπόστατο» των ελληνικών αξιώσεων για πολεμικές επανορθώσεις. Κατά διαβολική σύμπτωση, το εν λόγω υπουργείο στεγάζεται σήμερα στο κτίριο του πάλαι ποτέ υπουργείου Αεροπορίας των ναζί. Ο πολιτικός προϊστάμενος του οποίου, Χέρμαν Γκέρινγκ, ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής των «πενταετών σχεδίων» της τότε γερμανικής οικονομίας…
Τα παραπάνω έντυπα διέδωσαν τους ακόλουθους ισχυρισμούς, βασιζόμενα πάντα στις πληροφορίες του Ρίχτερ (3) :
◼ Η Ελλάδα δεν νομιμοποιείται σε καμιά περίπτωση να αξιώσει επανορθώσεις από τη Γερμανία.
◼ Δεν υπήρξε ποτέ αναγκαστικό δάνειο της Τράπεζας της Ελλάδος προς όφελος της Γερμανίας την περίοδο 1942-1944.
◼ Κατά την περίοδο της κατοχής, η Ελλάδα εφοδιάστηκε από τη Γερμανία με σημαντικές ποσότητες τροφίμων και εμπορευμάτων. Και μάλιστα οφείλει να καταβάλει στη Γερμανία ποσό ύψους 300 εκατ. μάρκων (Reichsmark, RM), το οποίο προέρχεται από τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές (Clearing).
◼ Επιπλέον, η Γερμανία κατέβαλε στη διάρκεια της κατοχής σημαντικά ποσά χρυσού για τη σταθεροποίηση της δραχμής. Στο συνολικό ισοζύγιο, η Ελλάδα βαρύνεται με μια οφειλή προς τη Γερμανία που ανέρχεται σε 3.000 ώς 4.000 χρυσές λίρες (Goldpfund).
◼ Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η Γερμανία κατέβαλε στην Ελλάδα μεγάλα ποσά αποζημιώσεων, ωστόσο αυτά κατέληξαν σε μεγάλο βαθμό στις τσέπες των Ελλήνων πολιτικών.
Γερμανοί φαντάροι εν ώρα λεηλασίας ενός ελληνικού καταστήματος. | Μ. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, Ελλάδα 20ός αιώνας. Οι φωτογραφίες (Αθήνα 2000)
Απέναντι σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς σημειώνουμε τα ακόλουθα:
⒈ Ως προς τις επανορθώσεις
Τον Οκτώβριο του 1945, η ελληνική κυβέρνηση συνέταξε μια έκθεση προς τη Διασυμμαχική Υπηρεσία Επανορθώσεων (IARA) στο Παρίσι, σχετικά με τις υλικές καταστροφές και τις ανθρώπινες απώλειες που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) και τις αποτιμούσε τελικά σε 7,18 δισ. δολάρια (αξία 1938).
Σύμφωνα με Βρετανούς και Αμερικανούς ειδικούς και διπλωμάτες, ήταν μια «εύλογη» και «αξιόπιστη» εκτίμηση (4).
Επειδή όμως δεν ορίστηκε κανένα τελικό ποσό, η Ελλάδα έλαβε μόνο την υπόσχεση για μια ποσόστωση στις γερμανικές επανορθώσεις – όπως και όλες οι άλλες χώρες που διεκδικούσαν επανορθώσεις.
Η τελική διευθέτηση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση μιας συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία.
Εως τότε, η Ελλάδα έλαβε, στο πλαίσιο αυτής της πρώτης διασυμμαχικής συμφωνίας, αποζημιώσεις που ανέρχονταν σε μόλις 13,5 εκατ. δολάρια (τιμή 1938).
Κατά συνέπεια, παρέμεινε εκκρεμές το μεγαλύτερο μέρος των διεθνώς αναγνωρισμένων ελληνικών αξιώσεων για επανορθώσεις.
Επιπλέον, η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τις πολεμικές επανορθώσεις. Τουναντίον, τις έχει επανειλημμένα διεκδικήσει, όπως συνέβη για παράδειγμα κατά τη σύναψη της Συνθήκης Εξωτερικού Χρέους στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 1953.
Οταν τον Σεπτέμβριο του 1990 υπογράφηκε η Συμφωνία 2+4 (για την επανένωση της Γερμανίας) ως ντε φάκτο Συνθήκη Ειρήνης, οι τέσσερις μεγάλες συμμαχικές χώρες απέφυγαν συνειδητά το ζήτημα των επανορθώσεων, υπό την πίεση των δύο γερμανικών κρατών (δηλαδή ουσιαστικά της ΟΔΓ).
Το γεγονός ότι η Ελλάδα «έλαβε υπόψη» αυτή τη Συμφωνία στο πλαίσιο της διάσκεψης της ΔΑΣΕ, τον Νοέμβριο του 1990, δεν είναι επομένως δυνατόν -σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- να θεωρηθεί «σιωπηρή» παραίτηση από τις επανορθώσεις ενός κράτους το οποίο δεν υπέγραφε τη Συμφωνία.
Οπως επισημαίνεται στη σημαντική διατριβή του νομικού Ανέστη Νέσσου: «Η Συμφωνία 2+4 δεν οδήγησε στην εξαφάνιση των ελληνικών αξιώσεων για επανορθώσεις έναντι της επανενωμένης Γερμανίας» (5).
Σ’ αυτό το ζήτημα επέμειναν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση.
⒉ Το αναγκαστικό δάνειο
Από τον Ιανουάριο του 1942, η ελληνική κεντρική τράπεζα απέδιδε, σε όφελος του γερμανικού Ράιχ, μηνιαίες προκαταβολές σε δραχμές για τη χρηματοδότηση των εξόδων κατοχής καθώς και ένα αναγκαστικό δάνειο.
Αυτή η αναγκαστική πίστωση αποδιδόταν σε τρεις λογαριασμούς, που άνοιξαν διαδοχικά έναντι μόνο μερικής επιστροφής από τη Γερμανία.
Αυτές οι διαρκώς αυξανόμενες χρεώσεις της γερμανικής πλευράς χαρακτηρίζονταν σε επίσημα γερμανικά έγγραφα «χρέος του γερμανικού Ράιχ» (Reichschuld) και εξυπηρετούνταν ως άτοκο δάνειο με μερική αποπληρωμή (6).
Γι’ αυτές τις καταβολές μέσω διάθεσης εμπορευμάτων, για τα κέρδη από την πώληση χρυσού και για το μονοπώλιο των κατοχικών δυνάμεων στο εξωτερικό εμπόριο υπάρχουν λεπτομερή έγγραφα της Τραπέζης της Ελλάδος.
Καταγράφονται επίσης διεξοδικά στην υπηρεσιακή γερμανική αλληλογραφία και κυρίως την αλληλογραφία του επιτρόπου Τραπεζών, Χαν, και των συνεργατών του.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις μερικές αποπληρωμές, κατά το τέλος της γερμανικής κατοχής προέκυψε ένα χρέος ύψους περίπου 500 εκατ. μάρκων (RM), στο οποίο προστίθενται οι ελληνικές προκαταβολές, οι οποίες δεν περιλήφθηκαν στο δάνειο.
Η αποπληρωμή αυτού του αναγκαστικού δανείου πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα μέρος των συνολικών αξιώσεων για αποζημιώσεις.
Επιπλέον, το γεγονός ότι από την επίσημη γερμανική πλευρά είχε αναγνωριστεί ως ειδικό εθνικό χρέος (Reichschuld), και συνεχιζόταν έως τον τελευταίο μήνα της κατοχής η εξυπηρέτησή του με τμηματικές καταβολές, έρχεται να ενισχύσει την αξίωση για επανορθώσεις.
Είναι επομένως συνεπές το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, ζητούν μια ξεχωριστή επιστροφή του αναγκαστικού δανείου.
⒊ Οι διμερείς εμπορικές συναλλαγές
Από το 1941 έως το 1944, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Ελλάδα ήταν πάντοτε …
Οι αναγνώστες μας προτίμησαν επίσης
Θα χε@@@με στο ταλιρο, κυριε Λαφαζανη;
Χίλια συγγνώμη για το παράλληλο πρόγραμμα
Η Εκκλησία συνεχίζει να διαβρώνει το Κράτος από μέσα: υπόψιν Νίκου Φίλη και Σίας Αναγνωστοπούλου