Η ΑΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΠΟΡΟΥ
Τέλη Ιούνη ήταν, χρόνια πριν. Η πανσιόν μακρυά από το χωριό, οι ένοικοι λιγοστοί. Ένας μονόχνωτος συνταξιούχος, ένα ζευγάρι ερωτευμένων Γάλλων, μια γριά Αγγλίδα, κι εγώ.
Έφτασα αργά το απόγευμα. Αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου, πήγα και κάθισα σε ένα από τα τραπεζάκια που είχαν στήσει στην άμμο. Έπινα την κρύα μπύρα μου και χάζευα τους άλλους. Ο συνταξιούχος είχε αράξει στο μπαλκόνι του και διάβαζε εφημερίδα. Πιο πέρα οι Γάλλοι είχαν βρει ένα κουβαδάκι κι έπαιζαν. Αυτός έφτιαχνε πύργους κι αυτή τους χάλαγε γελώντας σκανταλιάρικα κι όταν δήθεν τη μάλωνε του έδινε ένα φιλί και του έλεγε γλυκόλογα. Η Αγγλίδα, σε ένα τραπέζι παραδίπλα, είχε ακουμπήσει το κεφάλι στα ρυτιδιασμένα χέρια της κι είχε τα μάτια της στραμμένα προς τη θάλασσα. Ακίνητη, προσηλωμένη.
Όταν πια έπεσε το φως, ο συνταξιούχος μπήκε στο δωμάτιό του και δεν ξαναφάνηκε, οι ερωτευμένοι πήραν αγκαλιασμένοι το χωματόδρομο για το χωριό, η γριούλα σηκώθηκε και μπήκε στην πανσιόν βαδίζοντας με δυσκολία, με πόδια που έτρεμαν.
Πήγα στο δωμάτιό μου, διάβασα λίγο και ύστερα έπεσα να κοιμηθώ. Μάταια, δεν είχα ύπνο. Η ζέστη αφόρητη. Σηκώθηκα και με ένα μπουκάλι ούζο στο χέρι πήρα το μονοπάτι για τη διπλανή αμμουδιά. Σε δέκα λεπτά είχα φτάσει.
Ωραία φώτιζε το φεγγαράκι. Λαμπύριζε ασημένια ο δρόμος του όπως λικνίζονταν στον ελαφρύ κυματισμό, κοιμόνταν τα ψαράκια ήσυχα. Στην άκρη ο φλοίσβος ελαφρύς, ίσα να ακούγεται. Όλη η φύση ησυχασμένη. Μα η τόση σιωπή με τρόμαξε, κι ήρθε και με έπιασε μια δυσθυμία. Η μια μετά την άλλη, σκέψεις στενάχωρες με έκαναν να μελαγχολήσω. Έγειρα πίσω, ξάπλωσα στην άμμο, κάτω από το μεγάλο αρμυρίκι. Σκόρπιες εικόνες ήρθαν στο μυαλό μου, κουβέντες ξεχασμένες, στιγμές που θα ήθελα να ήταν στο χέρι μου και να τις σβήσω, πράγματα που μετάνιωνα γιατί τα είχα ή δεν τα είχα κάνει, έρωτες που δεν φτούρησαν, φιλίες που ξέφτισαν, άνθρωποι που έφυγαν ή πέθαναν. Μαύρες κι άχαρες σκέψεις, τέτοιες μου έρχονταν. Εκεί, καταμεσής στην ερημιά. Κι άνοιγα το μπουκάλι το ούζο κι έπινα μια γουλιά, το έκλεινα, έπινα πάλι, ώσπου άδειασε. Και ήμουν πια σίγουρος πως το φεγγάρι με κοιτούσε και πως τα κυματάκια μίλαγαν για μένα.
Τότε είδα ξαφνικά εκείνη την κοπέλα. Είχε έρθει εκεί μπροστά μου δίχως να την καταλάβω. Ούτε κι αυτή με είχε δει, έτσι καλά κρυμμένος που ήμουν στο αρμυρίκι. Στάθηκε στην ακρογιαλιά, τα πόδια της να βρέχονται. Μετά έβγαλε το φουστάνι της, το πέταξε στην άμμο κι ολόγυμνη προχώρησε στη θάλασσα. Ήταν τόσο όμορφη όπως διαγράφονταν στο φεγγαρόφωτο η μορφή της, που μου κόπηκε η ανάσα. Σαν μαγεμένος την κοιτούσα. Προχώρησε αργά ώσπου χάθηκε στο νερό το σώμα της κι έμεινε μόνο το κεφάλι με τα μακριά ίσια ξανθά μαλλιά της, να κολυμπάει προς τα βαθιά, εκεί που έπλεε μια σημαδούρα.
Και είδα τότε, δεν με γέλασαν τα μάτια μου, είδα ένα άλλο κεφάλι να αναδύεται δίπλα στη σημαδούρα και να έρχεται κοντά της. Έσμιξαν τα δυο κεφάλια και φιλήθηκαν. Ναι, ήταν μακρυά μα το είδα, φώτιζε ωραία το φεγγάρι, είδα τα χέρια της να τυλίγονται στο λαιμό του και τα δικά του να χαϊδεύουν τα μαλλιά της και να φιλιούνται, και άκουσα τους στεναγμούς τους. Και το φεγγάρι είχε στραφεί και τους κοιτούσε, ως και τα κυματάκια σώπασαν και έστησαν αυτί.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Είχε χαθεί κάθε αίσθηση του χρόνου. Ούτε και πού βρισκόμουν ήξερα καλά καλά. Κάποια στιγμή αυτή άρχισε να κολυμπάει προς την ακτή. Κρύφτηκα, δεν είχα πια καιρό να φύγω μα ούτε και ήθελα, κάτι με κρατούσε εκεί, και κούρνιασα πίσω από το αρμυρίκι μου. Κι όταν ώρα μετά τόλμησα να σηκώσω το κεφάλι, την είδα να στέκεται σαν οπτασία εκεί μπροστά στο κύμα και να γνέφει αντίο με το χέρι. Και στη θάλασσα τίποτα δεν υπήρχε πια, μόνο η σημαδούρα εκείνη.
Όταν έβαλε το φουστάνι της και ξεκίνησε να φύγει, σηκώθηκα και την ακολούθησα από απόσταση. Βάδιζε γρήγορα στην άμμο, δρασκέλιζε επιδέξια τα βραχάκια, πήρε με άνεση το μονοπάτι. Με δυσκολία την πρόφταινα. Ήταν βαριά τα πόδια μου σαν την ψυχή μου, πρόσεχα και να μη με δει. Όταν χάθηκε στην τελευταία στροφή πριν το ξενοδοχείο, ήρθε ένα σύννεφο και έκρυψε για λίγο το φεγγάρι. Έστριψα και είδα πάλι τη σκιά της να κατηφορίζει μα τώρα ένιωσα σαν κάτι να μην πήγαινε καλά κι ας μη μπορούσα ακόμα να το προσδιορίσω. Βγήκε το φεγγαράκι πάλι και τότε συνειδητοποίησα τί ήταν αυτό. Κάπως σαν να άλλαζε όπως προχωρούσε. Το σώμα της είχε ζαρώσει και κυρτώσει, το βήμα της γινόταν ασταθές και περπατούσε πια αργά και δύσκολα. Ήταν ιδέα μου; Επιτάχυνα το βήμα μου και στη μάντρα του ξενοδοχείου την πρόφτασα. Της έπιασα το τρεμάμενο ισχνό μπράτσο και τη βοήθησα να ανέβει το σκαλί και τότε η γριά Αγγλίδα γύρισε και μου χαμογέλασε γλυκά και με ευχαρίστησε και είδα που το βλέμμα της ήταν υγρό όπως υγρά ήταν και τα κάτασπρα μαλλιά της που είχαν μουσκέψει το φουστάνι της στους ώμους. Δεν μου έριξε δεύτερη ματιά, πήγε στο δωμάτιό της και δεν την ξανάδα γιατί έφυγε την άλλη μέρα πρωί πρωί. Πήρε το καραβάκι κι έφυγε.
Δεν είπα σε κανένα τίποτα, θα με περνούσαν για τρελό. Ίσως μες στη ζαλάδα μου την είχα χάσει, σκέφτηκα, και ακολούθησα λάθος σκιά
Έπιασα επιδέξια την κουβέντα με τον ξενοδόχο. “Αυτή η γριούλα”, μου είπε εμπιστευτικά, “ήταν η αρραβωνιαστικιά εκείνου του πιλότου. Ξέρεις, του αεροπλάνου που είναι βυθισμένο κάτω από τη σημαδούρα. Έρχεται κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, επέτειο του χαμού του, μένει μια μέρα μόνο, σαν προσκύνημα, κι ύστερα φεύγει. Κάθε χρόνο ανελλιπώς, τουλάχιστον όσο καιρό είμαι εγώ εδώ. Αθάνατος έρωτας”.
Άνοιξε το συρτάρι και μου έδειξε μια παλιά φωτογραφία. Ανατρίχιασα. Ένα νεαρό ζευγάρι ήταν καθισμένο σε ένα παγκάκι. Πίσω τους για ντεκόρ είχε ζωγραφισμένο ένα τοπίο με πρασινάδες. Είχαν κι οι δυο στραμμένο ελαφριά το σώμα και κοιτάζονταν στα μάτια. Ο αεροπόρος και, σωστά μαντέψατε, η κοπέλα που είχα δει στην παραλία.
Την επόμενη χρονιά, ίδια μέρα, ξαναπήγα. Οι Γάλλοι κι ο συνταξιούχος ήταν εκεί, μαζί και κάποιοι άλλοι. Ρώτησα για τη γριούλα και μου είπε ο ξενοδόχος πως δεν θα ξανάρθει, τον είχαν ειδοποιήσει ότι πέθανε. Τη νύχτα πήγα στην παραλία εκείνη, νηφάλιος αυτή τη φορά, ξάπλωσα στο αρμυρίκι και περίμενα με τις ώρες. Άδικα, τίποτα δεν συνέβη. Άδεια η αμμουδιά, τα κυματάκια παίζαν μεταξύ τους, το φεγγαράκι κοίταζε αδιάφορο αλλού. Μα το ήξερα από πριν πως τίποτα δεν θα γινόταν, σίγουρος ήμουν. Ο μυστηριώδης κολυμβητής που είχα δει εκείνη τη νύχτα, με την κάσκα του αεροπόρου στο κεφάλι, δεν πρόκειται να αναδυθεί ποτέ ξανά από το βυθό.
(Η ιστορία αυτή με έχει στοιχειώσει. Είχα σκοπό να μην τη γράψω ποτέ, να την κρατήσω για τον εαυτό μου, μέχρι να την ξεχάσω. Μα ένας καλός φίλος, που έτυχε να δει στη βιβλιοθήκη μου εκείνη τη φωτογραφία που βούτηξα κρυφά από τον ξενοδόχο, επέμενε εδώ και καιρό να του διηγηθώ την ιστορία της. Αυτός τουλάχιστον θα με πιστέψει).
Αναρτήθηκε από ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ