thethreewishes | σεπ / 01/2016
Posted by Theorema
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque την 1η Σεπτεμβρίου 2016)
Όταν ήμουν μικρή ήμουν σοφή. Σκεφτόμουν και καταλάβαινα πρόωρα πράγματα που δεν ήταν ο καιρός τους να γίνουν αντιληπτά και να λέγονται μεγαλοφώνως – πόσω δε μάλλον να αποτυπώνονται σε λευκές κόλλες χαρτί και να ξεχνιούνται μέσα σε συρτάρια ή βιβλία φιλοσοφίας και μαθηματικών μέχρις ότου οι υποψίες γίνουν ενδείξεις και οι ενδείξεις αποδείξεις μιας περίπλοκης εσώτερης ζωής που ποτέ δεν βρήκε την ακριβή θέση της στον έξω κόσμο. Και λέω εσώτερης, επειδή όσο μπόρεσε να ξεμυτίσει, τόσο ξεμύτισε. Όμως, το ψάρι που σπαρταράει για ένα λεπτό στα δίχτυα του ψαρά δεν είναι λιγότερο σημαντικό από το άλλο που κολυμπάει αμέριμνο κι έχει μπροστά του χίλιες μέρες ζωής ακόμα.
Το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της πρώιμης εποχής, σαν άλλο μαύρο κουτί αεροπλάνου που καταγράφει τις αφανείς λεπτομέρειες μιας πτήσης, παρέμεινε τυλιγμένο σε μια σκιά, και μέσα σε αυτήν εκκολάφθηκε. Όπως τα ελαττωματικά ή τα πολύ πλούσια τυχερά παιδιά, που μεγαλώνουν προστατευμένα στο άσυλο ή στο παλάτι των γονιών τους, μακριά από τον έξω κόσμο και τις χαρές ή τους κινδύνους του. Κι ενώ λαχταρούν τη μυρωδιά μιας κουτσουλιάς ή τη γεύση ενός κερασιού, το μόνο που καταφέρνουν χάρη στα λιγοστά φανταστικά μέσα τους και στις περιγραφές τρίτων, είναι να διακρίνουν τρύπες-κουτσουλιές στο φεγγάρι τις έναστρες νύχτες που κοιτούν τον ουρανό, και να οσφραίνονται τη δροσερή ηδύτητα του ώριμου κερασιού μέσα σε ένα ποτήρι νερό βαμμένο με κόκκινη τέμπερα την ώρα της ιχνογραφίας.
Εκείνη η άγουρη νοερή ζωή, διανθισμένη με κομψές κινήσεις και αισθήματα εκτός κυκλοφορίας, ενοχές μεταφυσικού περιεχομένου και σαφείς τάσεις προς αποφυγή, έμοιαζε με καλούπι από μπετά πολυκατοικίας. Μπορεί να ήταν και τα ίδια τα μπετά που πάνω τους στήθηκε και έπηξε η τραχιά πραγματικότητα, έτσι όπως την διακρίνουμε με γυμνό μάτι τρισδιάστατη, και την αντιλαμβανόμαστε με όλες τις αισθήσεις μας. Προέκυψε τελικά ένας άνθρωπος με κάποιες αρετές και ικανότητες, ορισμένα χαρίσματα, κάμποσα μεγάλα κενά και αμέτρητα ελαττώματα. Ένας κανονικός άνθρωπος, με λίγα λόγια, μια περίπτωση χωρίς ιδιαίτερη σημασία για τη ροή του σύμπαντος ή τις θέσεις των πλανητών και των άστρων.
Είναι αξιοθαύμαστο πόσο αποτελεσματικά και πληρωτικά μπορεί κανείς να ζει, παράλληλα με μια καθ’ όλα φυσιολογική καθημερινότητα, την εσώτερη, παράδοξη και απολύτως ειλικρινή ζωή του. Και δεν αναφέρομαι εδώ στα άγχη, τις αγωνίες και τις αναζητήσεις των εφήβων ή των διαταραγμένων ψυχικά ανθρώπων, που είτε παλεύουν διαρκώς με τέρατα, είτε ονειρεύονται κόσμους ιδανικούς, είτε τρώγονται με τον εαυτό τους. Αναφέρομαι σε μια ομαλότατη και πληρέστατη παράλληλη – τουλάχιστον ως προς την πρόοδο και την εξέλιξή της – πραγματικότητα, που σε τίποτε δεν εμποδίστηκε ή δεν εμπόδισε την απτή ζωή να εκτυλίσσεται με τους όποιους ρυθμούς της.
Αυτή η μυστική, ας την πούμε, ζωή, στάθηκε εξαρχής ένας άυλος και ανομολόγητος κόσμος που μέσα του είχα την δυνατότητα να κάνω ό, τι θέλω, να είμαι η άλλη εγώ και να κυκλοφορώ γυμνή χωρίς αιδώ και άγχος. Η ανομολόγητη και εσκεμμένα παραγκωνισμένη από τον ίδιο της τον εαυτό. Εκείνη που μισούσε τις εξωστρεφείς εκμυστηρεύσεις και τις δημόσιες εμφανίσεις, που δεν μιλούσε με κανέναν για όσα συνέβαιναν στον σκοτεινό θάλαμο όπου επιβίωνε, που παρατηρούσε με θαυμασμό μα και αγιάτρευτη αποστροφή τα πράγματα και τους ανθρώπους. Εκείνη που έφτιαχνε όποιου είδους σχέσεις ήθελε με όποιον ένιωθε πως τις αξίζει, και επιχειρούσε κάπου κάπου, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, να νιώσει πως γίνεται κάτι μαγικό και αποκτά σάρκα και οστά, έστω κάποιες φορές, έστω και για λίγο, ως άλλη Περσεφόνη που μπορούσε στην ώρα της να γίνεται γυναίκα πραγματική, μέχρις ότου έρθει η άλλη ώρα της, εκείνη της επιστροφής στον Άδη. Η ώρα της επιστροφής ήταν πάντα για μένα μια πολύ σπουδαία ώρα.
Η μυστική μου κρύπτη όπου διαπλάστηκαν η ανομολόγητη προσωπικότητα και ο χαρακτήρας μου έμεινε θεόκλειστη στο κοινό κατά τη διάρκεια της παράλληλης ζωής μου. Κράτησε σαν επτασφράγιστο μυστικό τον αληθινό εαυτό μου, εκείνο τον άγνωστο που άλλοτε αγαπούσα περιπαθώς και άλλοτε σιχαινόμουν σαν κατσαρίδα. Με παρηγόρησε σε καιρούς χαλεπούς που έτυχε να νιώσω ολομόναχη ή, αντιθέτως, οικτρά εκτεθειμένη, και με φιλοξένησε σε εποχές θριάμβου, σκληρότητας ή απορίας, καλύπτοντας την όποια αγωνία μου με ευωδιαστό αναισθητικό χώρου.
Λίγο πριν πεθάνω στην πραγματική ζωή, για μία και μοναδική φορά, συνέβη κάτι θαυμαστό και πρωτοφανές: ένα απόγευμα, στα ξαφνικά, οι μεντεσέδες του κρησφύγετού μου έτριξαν και η πόρτα του μυστικού δωματίου μου άρχισε να ανοίγει. Ήταν μια εκπληκτική και εντελώς απρόσμενη στιγμή, όπου κάτι συνέβαινε απ’ έξω προς τα μέσα.
Μόλις διέκρινα το φως της ημέρας να διαπερνά το κατώφλι της φωλιάς μου, ένιωσα όπως η μάνα την ώρα που της παίρνουν με καισαρική τον πρώτο της γιο. Το έμβρυο δεν θέλει να ξεμυτίσει από κει, γιατί είναι ζεστά και φιλόξενα, και δεν νιώθει φόβο. Η μάνα θέλει να το κρατήσει μέσα στο κορμί της για πάντα, επειδή ξέρει πως τίποτε δεν θα κατορθώσει ποτέ να αγαπήσει όσο αυτό. Όμως το μαγικό χέρι του έμπειρου μαιευτήρα ανοίγει εγκαίρως μια τομή και αφήνει το φως να πλημμυρίσει το μέσα σώμα. Κι έτσι, διαιωνίζει τη ζωή και αλλάζει τον ρου των πραγμάτων.
Έτσι κι εγώ, την καίρια στιγμή, είδα το κρυφό μου δωμάτιο να γεμίζει φως και μια άγνωστη φιγούρα να μου τείνει το χέρι. Ήταν σαν να μου ζητούσε να ξαναγεννηθώ, να αφεθώ στο φως, η μυστική εγώ, η σιωπηλή, η απολύτως προστατευμένη στα αγαπημένα μου σκοτάδια.
Με ανεξήγητη ανακούφιση και ηδονική χαρά παραμέρισα και άφησα το δωμάτιό μου να υποδεχτεί την ανεξήγητη παρουσία. Έκανε βήματα μικρά, προσεκτικά και μετρημένα. Δεν με τρόμαξε ούτε για μία στιγμή. Παρότι ένιωθα την καρδιά μου να τρέμει καθώς την παρακολουθούσα να πλησιάζει, η ευτυχία μου για την εμφάνιση του απροσδόκητου επισκέπτη που είχε κατορθώσει να εντοπίσει και να ανοίξει την αόρατη πόρτα μου, απάλυνε κάθε δισταγμό μου.
Ο σημαντικότερος θρίαμβός μου έφτασε σαν μάννα εξ ουρανού τη στιγμή που η ανεξήγητη παρουσία άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, να μου απευθύνεται με ανθρώπινη φωνή και να μου λέει λόγια που δεν θα άφηναν αράγιστα ούτε τα μπετά της πιο γερά τσιμεντωμένης, ακλόνητης πολυκατοικίας.
Έμεινε ελάχιστα για τα χρονικά δεδομένα του αδήλωτου κόσμου μου, υπερβολικά πολύ ίσως για κείνα της πραγματικής ζωής έτσι όπως την μετρούν τα δρομολόγια των τρένων, τα χρονοδιαγράμματα των στατιστικών προβλέψεων και οι ημερομηνίες επετείων. Οι επισκέπτες τέτοιων δωματίων χάνουν γρήγορα την υπομονή τους, ή χορταίνουν εύκολα με μια μικρή ξενάγηση στον προθάλαμο του κυρίως χώρου. Αν υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή για τη βιασύνη τους, κάποτε θα έρθει και αυτή στο φως, έτσι όπως ήρθαν τόσα και τόσα.
Δεν πρόλαβα να της δείξω και πολλά. Κατάφερε μόνο να ρίξει μια ματιά και να αντιληφθεί ίσως τη διακριτική μυρωδιά του δωματίου. Ήταν αναμενόμενο: μια ολόκληρη ζωή σε σκιερό μέρος δεν γίνεται να ανθίσει ολοσχερώς κάτω από ένα έστω και ιδιωτικής χρήσεως λαμπερό φως. Θέλει το χρόνο της, και όπως όλοι γνωρίζουμε ο χρόνος έχει για τον καθένα μας άλλη σημασία.
Το πέρασμά της από τον τόπο μου, όμως, στάθηκε κοσμογονικό γεγονός. Έμοιαζε με ηλεκτροφόρο καλώδιο που βοηθά το πηχτό σκοτάδι μιας ερήμου να διαλυθεί, έστω και με διακυμάνσεις. Ήμουν το σκοτάδι και ήταν το ηλεκτροφόρο καλώδιο. Μου χάρισε τη χαρά και την παραδοχή της παράδοξης εγγύτητας που δύναται να εκδηλωθεί από το πουθενά και καταφέρνει να διαπερνά προστατευτικά πέπλα, μυστικές εισόδους, ακάλυπτους χωρίς πρόσωπο, ανεξερεύνητες περιοχές. Με έκανε να πιστέψω στην ουσία των πιθανοτήτων και στις αποδείξεις της εκπλήρωσής τους – κάπως σαν τις ευχές. Και να καταλάβω, τελικά, πως οι μυστικοί κόσμοι μας είναι πλανήτες στη σκιά, από κάπου όμως υπάρχει πιθανότητα κάποιο εξασκημένο μάτι να τους διακρίνει μέσα από τα άπειρα ηλιακά έτη.
Όταν ήμουν μικρή ήμουν σοφή. Διαισθανόμουν πως η καθημερινή πραγματικότητα ήταν το εξαίσιο κουκούλι που θα στέγαζε την θαυμαστή και παράλληλα τρομαχτική εσώτερη ζωή μου. Τις σκέψεις, τις εικόνες, τις σχέσεις, τις διακλαδώσεις, τη διασταύρωση και την ανάμειξη των πιο ασύμβατων υλικών για την απόλαυση ενός αχαρακτήριστου και δίχως μικρό όνομα κυρίως πιάτου.
Όσο διήρκεσε η εγκόσμια ζωή μου, έζησα καλά. Η ισορροπία που επεδίωξα και κατάφερα να διατηρήσω ανάμεσα στα μέσα και στα έξω πράγματα ήταν μάλλον εντυπωσιακή. Η καισαρική τομή που απρόσμενα έριξε λίγο σύντομο φως στα έγκατα των σπλάχνων μου, ήταν ένα δώρο ξαφνικό, μια επιπλέον λαμπερή επιβράβευση για το υπόλοιπο του χρόνου μου, που είχα προτιμήσει να κυλήσει σκιερά και δίχως εξάρσεις. Ενδεχομένως και για τις όποιες επιλογές μου.
Λίγο πριν λήξουν όλα αυτά, και απαντώντας στη μόνη ερώτηση που μου απευθύνθηκε ποτέ κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορίας, απάντησα ήρεμη και κάπως λυπημένα χορτασμένη, μα κατά βάθος σοφότερη και σίγουρα ευτυχής για το θαυμαστό που μου είχε συμβεί:
«Τι είσαι; Είσαι μία πόρτα που κλείνει».
Σχετικά