sifiniera | Posted on October 12, 2016
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
‘Έμαθα πολύ λίγα πράγματα στη γειτονιά που μεγάλωσα, αλλά σπουδαία και βαριά. Λίγα πράγματα για τα κορίτσια, λίγα πράγματα για τα αγόρια, κάποια για τους περιπτεράδες με τις αναπηρικές συντάξεις, για τις ψείρες, για τα ματωμένα χώματα του Σχιστού κάτω από το νεκροταφείο και για την απέραντη πεδιάδα του θανάτου.
Όταν κλέβαμε κεσεδάκια παγωτά από τον κυρ- Νίκο, πάντα φοβόμασταν μην δουν τις κοιλιές μας τουμπανιασμένες οι μανάδες μας και το πάρουν χαμπάρι. Όταν πηγαίναμε στον Πειραιά κρυφά με το 17, φτάναμε ως τις παρυφές του Προφήτη-Ηλία και μυρίζαμε ιδρώτα και τρεχαλητά και κρύβαμε τις γρατζουνιές με σκόνη από τα πεζοδρόμια σαν γυρνούσαμε. Ποτέ δεν ήμασταν τυφλά σαν νεογέννητοι μεταξοσκώληκες ή λιπαρά σαν αγελάδων κοιλιές. Ήμασταν χαοτικά ατίθασα, μαλακιστήρια άταχτα. Φορούσαμε μόνο βρόμικα ρούχα και αλήθεια σας λέω, πάντα κολλούσαμε ψείρες. Κάθε καλοκαίρι! Η γιαγιά μας ξεψείριζε με το ψιλό χτενάκι στην αυλή και εμένα μου άρεσε και ευχόμουν να μην βρουν τα αυγά πίσω από τα αυτιά μου, γιατί τα χαδέματα με τα καρφιτσωτά δοντάκια της χτένας με έκαναν να ανατριχιάζω από ευχαρίστηση. Μετά, γινόταν σούσουρο και η μία μάνα έβριζε την άλλη που κόλλησε ψείρες το ένα νήπιο τ’ άλλο. Και όλο το βράδυ θυμάμαι τη βγάζαμε σχεδόν άυπνη τη νύχτα, γιατί τα ρημαδιασμένα τα σαχλαμάρικα τα έντομα βόλταραν από το σβέρκο έως το μέτωπό μας. Και ήταν τόσο το πρόβλημα ανάμεσα στα κεφάλια των παιδιών τα καλοκαίρια, που μιά τα είχε βάψει τα μαλλιά του παιδιού με ξανθιά βαφή για να μην μυρίζουν το γλυκό αίμα του πεντάχρονου και νανουρίζονται από την θέλγη τους για αυτό.
Το «έτυμο» των ανθρώπων αυτών ήταν ότι γνώριζαν πώς να βρίσκουν λύσεις. Και «γι’ αυτό στεναχωριέσαι;», έλεγαν. Αυτό ήταν μια καθολική, επιστημονική θεωρία που έμαθα από τη γιαγιά μου. Προσηλώθηκα πολύ στο αντίθετο από εφηβικό ινάτι και έπειτα από ενήλικη ξεροκεφαλιά, από σύγχρονο εγωκεντρισμό, από λήθαργο του πνεύματος και απαξίωση της ενεργητικότητας. Μετά, ήρθαν οι λέξεις του ημερολογίου, των βιβλίων και βέβαια οι λέξεις των ερωτικών γραμμάτων, των εκθέσεων και των εξετάσεων, των συνταγών και των διαταγών, των μαυροπινάκων και των επίπεδων γραμμάτων σε θρανία και ούλα…
[Έγραψε ένας άγνωστος ιντερνετικός φίλος πως δεν είναι λογοτεχνία περιγραφή και συμφώνησα. Μετά το ξανασκέφθηκα. Aν περιγράψεις κάθε ρυτίδα ενός γεροντικού προσώπου και κάθε φλέβα από τις γάμπες ενός ανθρώπου, την άλω του βλέμματος, το γλύκισμα πάνω στα ούλα μετά το μεταοργασμικό φιλί… να βάλεις λυρικότητα, καμία θεωρία. Να μαστιγώσεις την οπτική σου με μεταφορές. Τόσα «σαν» και παρομοιώσεις, βαριά, πνιγερά. Και έπειτα στο τέλος του αφηγήματος, να ανασάνεις από εκείνη την περιγραφή και την ασύδοτη μονομανία της διακειμενικότητας της όρασης με την πραγματικότητα. Λοιπόν, και αυτό είναι λογοτεχνία. Αν είσαι μάστορας των λέξεων, πτωχός στις νουθεσίες, λιτός σαν κορακιασμένο παιδί που αλήτευε όλη μέρα σε καύσωνα και μείον δέκα βαθμούς καταπίεσης, όλα μπορούν να είναι λογοτεχνία. Και το στραβό καρφί στον τοίχο και το σάλιο του μια τέχνη που θα σβήσει μόλις ξεραθεί το κάλιό του και οι ανεδαφικότητες και το μικρό κουκί που βρίσκεται στο κέντρο του κειμένου αυτού και στέκει σαν ένα μπιζέλι έτοιμο να ραγίσει το κρασί και το νερό του. Τρικυμία.]
Related:
Εξημερώνοντας το πρώτο κατοικίδιο της γης