sifiniera | November 7, 2016 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Πλανεύεσαι πως ζεις. Τα πόδια μου πήζουν σε κάθε βήμα. Δεν υπάρχει επικοινωνία. Είναι πραγματικά ανώφελο το γεγονός ότι έχει εφευρεθεί ετούτη η γλώσσα. Ποιος χρειάζεται τα ελληνικά και τον μυ να περιδιαβαίνει σε όλο το μήκος της αθάνατης σκέψης σε γραμμές ευθείες;
Είναι ζήτημα χρόνου τα ακατανόητα που γράφονται σε ημερολόγια να διαβαστούν. Ποτέ δεν θα διαβαστούν επαρκώς. Κανείς δεν μπορεί να συνταχθεί με τέτοιες φρούδες ελπίδες. Τα πάντα είναι μη κατανοητά, όλα είναι μια ιδέα των ανθρώπων. Γι’ αυτό κάθε πρωί πίνω ψευδαισθήσεις κιλό με το κουταλάκι του καφέ. Πίνω και νεράκι μετά και κάνω γαργάρες. Αυτές γίνονται θειάφι και μου χαράζουν τα εντόσθια. Κάποια στιγμή που είπε ο γιατρός θα έχω σοβαρό πρόβλημα με αυτήν την κακή συνήθεια. Πόσο πλανάται και αυτός ο δυστυχής. Και εκείνος με την ίδια τροφή ζει.
Είχα επισπεύσει από τα 15 τις διαδικασίες απόλυτης εμπιστοσύνης ότι η ζωή βρίσκεις στο δυο, στα πλευρά, στο συντροφικό αντικρυστό διπλό. Το γεγονός ότι ήμουν ονειροπαρμένη ήταν ένα βασικό εμπόδιο να κατανοήσω τις φανερές παγίδες που οι άλλη έστηναν για να με αντιμετωπίσουν. Φιλούσα πολλαπλασιαστικά και ανερυθρίαστα. Μπλεκόμουν στα πόδια του άλλου για να συγχρονίσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα το βηματισμό μας. Τι θα πει ο ιστορικός του μέλλοντος για το κατακάθι αυτό του ανθρώπινου διπόδου που ξέμεινε στη Γη μετά την επέλαση των βαρβαρικών οδών.
Απέμεινα να περιμένω τα εύσημα, την μαστροπεία των ερωτικών ζώνων, τα σβησμένα λυχνάρια που με το απομεινάρι τους, το καρβουνάκι τους, ίσως να αυλακώναμε νέα όρια. Η μελαγχολία εξαιτίας της σχεδόν ολοσχερόυς καταστροφής του κόσμου είναι δεν ήταν που έφταιγε. Ήμουν πολύ μικρή για να έχω τέτοια συναισθήματα γενναιότητας. Η αυτολύπηση πάντα είναι ένα χυδαίο και ανόητο συναίσθημα, αλλά τρομερά ελκυστικό. Σε πιάνει στο μισούπνι, όταν τρως το αγαπημένο σου φαγητό ή στην επίγευση ενός κοπλιμέντου. Δεν είσαι μόνος. Εκατοντάδες άνθρωποι πριν από εσένα ήταν τόσο φθαρτοί και ανώφελοι όσο εσύ. Και να τους γνώριζες, και να τους έσφιγγες τα χέρια στις χούφτες ή ανταλλάσατε φωτογραφίες από τις βαπτίσεις σας και των γάμων των γονιών σας, πάλι καμία σύνδεση ή ανεκτικότητα δεν θα έβρισκες.
Και έπειτα συνάντησα ένα πατέρα με ένα πεντάχρονο στο τρίτο βαγόνι από το τέλος του συρμού. Αυτό επιτακτικά ζητούσε να μάθει πού πάνε, πού είναι ο Πειραιάς, πότε φθάνουν! Δύσκολες ερωτήσεις και ο γονιός απαντούσε με ιδανική υπομονή και απεριόριστη δοτικότητα. Και κάθε φορά που η απάντηση δεν τον ικανοποιούσε τον πιτσιρίκο, άνοιγε την καταπακτή της βιασύνης και έλεγε «Εδώ είναι ο Πειραιάς!».
Και πόσες φορές νομίσαμε πως τελείωσε το ταξίδι; Βρε, καημένε Οδυσσέα, είσαι ακόμη πάνω στο κατάρτι και δεν φτάνεις ούτε για πλάκα στον προορισμό. Πάρτο χαμπάρι, πριν ο ήλιος δύσει και σκεπάσει με χώματα το απογευματινό σου κολατσιό.
Related