the greekcloud | 27.11.2016 | 11:33
Μα είμαστε ακόμη εκεί. Μεταμφιεσμένοι, μεταλλαγμένοι, σχεδόν αγνώριστοι, κάθε φορά και πιο πολύ αλλά είμαστε εκεί. Αποχαιρετώντας γνωστούς και αγαπημένους, καπνίζοντας, πίνοντας και ψευτοτρώγοντας ανάμεσα σε ώριμα -πλέον- κορίτσια που φορέσαν τα ωραία τους μαύρα ή σκούρα ρούχα για να είναι ασορτί με τη μέρα. Ρούχα που άλλες τις στενεύουν, άλλες τις δείχνουν αναπάντεχα ερωτεύσιμες (ας είμαστε ειλικρινείς όμως, κανείς μας δεν αναζητεί πια έρωτες, λίγη αλλότρια σάρκα μόνο) κι άλλες -που δεν καταφέραν σήμερα να κλείσουν το φερμουάρ στο παντελόνι και αγκομαχούσαν μέχρι να πείσουν το οπάκ να ανέβει ως τον αφαλό- τις κάνει να ψάχνουν την άκρη απ’ το τραπεζομάντηλο για να σκεπάσουν τρεις σπιθαμές γύμνιας πάνω από το γόνατό τους. Θαρρείς και δεν ξέρουν (όλες το ξέρουν) πως ακόμη και πίσω από τοίχο να κρύψουν αυτό που θέλουμε να δούμε πάνω τους, εμείς θα βρεθούμε δέκα σπιθαμές πάνω από το γόνατο. Κι ακόμη ψηλότερα. Είτε στα σαράντα του μακαρίτη είμαστε, είτε στο χρόνο της μακαρίτισσας.
―
“Έχω δυο χοιρινές και ένα μπιφτέκι, ποιός παρήγγειλε χοιρινή;”.
―
Είναι κάποια πρωινά Κυριακής, ανάμεσα σε κιμάδες, σχάρες και καλαμαράκια τηγανητά, που η ζωή -παρά τα κύματα του σπορέλαιου που μας επιτίθενται- μυρίζει όμορφα. Και έχει τη γεύση του ακριβότερου Grand Cru, την ώρα που πίνεις άλλη μια γουλιά από το φτηνό χύμα.
Δειτε επίσης: