Ο Διόδοτος ο Ευκράτους ήταν ο άγνωστος Αθηναίος πολίτης που διακινδυνεύοντας τη ζωή του έσωσε στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου τους Μυτιληναίους από γενική σφαγή, πείθοντας την ύστατη στιγμή την Εκκλησία του Δήμου, που είχε μετατραπεί, όπως εκτάκτως συνέβαινε, σε στρατοδικείο, να μην υπακούσει στις αιμοχαρείς παροτρύνσεις του δημοφιλέστατου δημαγωγού Κλέωνα, που υποστήριζε τη θανάτωση όλων των αρρένων κατοίκων του νησιού.
Μαζί με τον Τέλλο, τον άλλο άγνωστο και «συνηθισμένο» Αθηναίο, τον οποίο κατά τον Ηρόδοτο ο Σόλων προέκρινε ως ευτυχέστερο από τον ζάπλουτο βασιλιά Κροίσο, αποτελούν για μένα το παράδειγμα του ανθρώπου που ξέρει να υψώνει, όταν πρέπει, χωρίς να λογαριάζει κόστος, το ανάστημά του στις εξουσίες.
Δεν ξέρω πόσο «άγνωστος» ή όχι άνθρωπος είναι ο άγνωστος σε μένα εισαγγελέας κύριος Γιώργος Βούλγαρης. Τον γνώρισα, όπως και το πανελλήνιο, από την ανάγνωση της συγκλονιστικής του αγόρευσης, με την οποία ζητούσε να μην εκδοθούν οι ικέτες αξιωματικοί στην Τουρκία, κράτος όπου τα βασανιστήρια είναι κοινή πρακτική και η επαναφορά της θανατικής ποινής, καταργημένης από καιρό στην Ευρώπη, δυστυχώς αναμενόμενη.
Και όπου επίσης επισήμαινε ότι η Ελλάδα, η χώρα του δικαστή Τερτσέτη και των δικαστών της υπόθεσης Λαμπράκη, δεν είναι το βιλαέτι κανενός. Ο λόγος του στήριξε μέσα μου την αίσθηση ότι όλα δεν είναι στον τόπο μας χαμένα.
Ας προσθέσω ότι ο λόγος του δεν περιείχε καμία άλλη νύξη κατά της γείτονος και -ορθά- δεν έπαιρνε θέση για τα σκοτεινά γεγονότα της απόπειρας πραξικοπήματος που εδραίωσε την περίπου απόλυτη εξουσία του Ερντογάν.
Το ζήτημα που έθεσε ήταν απλό: μια δημοκρατική χώρα δεν παραδίδει φυγάδες σε μια άλλη που δεν προσφέρει την παραμικρή εγγύηση μιας δίκαιης δίκης.
Αυτή ήταν και η θέση όσων το 1999 καταγγείλαμε μέσα από την κίνηση της Πρώτης Μάρτη την παράδοση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν στους Τούρκους. Δεν ήμασταν ειδήμονες των ελληνοτουρκικών σχέσεων και δεν γνωρίζαμε τη θέση του στο πολύπλοκο παζλ του κουρδικού δράματος.
Πήραμε τη θέση που πήραμε, γιατί στη χώρα όπου γράφτηκαν ο «Οιδίποδας επί Κολωνώ» και οι «Ικέτιδες», αλλά και σε καμιά άλλη δημοκρατία, δεν εκδίδονται οι ικέτες.
Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές εκτυλίσσεται μια συνέντευξη που δίνουν ο Μανώλης Γλέζος, ο Γιώργος Κασιμάτης και ο Δημήτρης Μπελαντής για να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για το παρόν θέμα της έκδοσης των αξιωματικών.
Και στον νου μου, καθώς θυμάμαι τα λόγια του εισαγγελέα Γιώργου Βούλγαρη, έρχεται ένας άλλος θρυλικός λειτουργός της Θέμιδος: πριν από πολλά χρόνια καθόμασταν στα Εξάρχεια, στην περιώνυμη ταβέρνα του αγαπημένου μας Γιάννη Γιαμπάνη, όπου μεταξύ άλλων σύχναζε και ο Κώστας Βάρναλης.
Μπαίνει ένας μικρόσωμος, λίγο κυρτός, κύριος. Πρέπει να έμενε κοντά, γιατί, αν η μνήμη δεν με απατά, φορούσε παντόφλες. Ο κύριος Γιάννης τού ετοιμάζει ένα ταβερνιάρικο πλατύστομο μπουκαλάκι από το νέκταρ των βαρελιών του. Από το λευκό.
Ο κύριος το παίρνει και αποχωρεί αμίλητος, απαρατήρητος, και εμείς ανατριχιάζουμε.
Είναι ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, που αψήφησε τις πιέσεις τού κατόπιν χουντικού πρωθυπουργού Κόλλια και ζήτησε με μια περιώνυμη αγόρευση την καταδίκη των ηθικών και των φυσικών αυτουργών της δολοφονίας του Λαμπράκη. Παύλος Δελαπόρτας, απόγονος του Τέλλου και του Διόδοτου, πρεσβύτερος αδελφός του κυρίου Γιώργου Βούλγαρη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: