Η επίθεση του ΕΛΑΣ στις φυλακές Αβέρωφ και η τελευταία ημέρα των Δεκεμβριανών
Οδός Κεδρινού, Αμπελόκηποι, 18 Δεκεμβρίου 1944:
Σαν σκιές 12 άνθρωποι περνούσαν σκυφτοί, με γοργά βήματα, από ερείπιο σε ερείπιο για να μην γίνουν αντιληπτοί. Από το μικρό λοφάκι που βρισκόντουσαν έβλεπαν απέναντι τον Λυκαβηττό και χαμηλότερα, στα αριστερά τους, το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Ακριβώς μπροστά τους βρισκόταν ο μεγάλος στόχος τους. Οι φυλακές Αβέρωφ.
Εκεί βρίσκονταν οι μεγαλύτεροι προδότες και δωσίλογοι της χώρας. Οι συνεργάτες των κατακτητών Γερμανών που τώρα, τυπικά, τους φρουρούσαν δυνάμεις της Βασιλικής Χωροφυλακής μέχρι να δικαστούν.
«Ξαποστάστε, ανάψτε ένα τσιγάρο και ελέγξτε τον οπλισμό σας», ψιθύρισε ο αρχηγός της μικρής ομάδας. Από μακριά από τις φυλακές ακούγονταν συνεχώς πυροβολισμοί και εκρήξεις. Η μάχη είχε ανάψει για τα καλά.
Όλοι τους ανήκαν στο 3ο Σύνταγμα Αθηνών του ΕΛΑΣ.
Πέρασαν 10 λεπτά και η ομάδα, πάλι με χίλιες δυο προφυλάξεις, άρχισε να κατηφορίζει την Κεδρινού. Σε ένα σημείο που μια βόμβα από εγγλέζικο αεροπλάνο είχε δημιουργήσει κρατήρα, σταμάτησαν και έστησαν το οπλοπολυβόλο BAR. Τα χαμόσπιτα που υπήρχαν στα σύνορα του Γκύζη με τους Αμπελοκήπους τους προσέφεραν ένα ασφαλές μέρος. Εάν ο εχθρός έκανε αντεπίθεση, θα μπορούσαν να υποχωρήσουν και να διαφύγουν προς το Γαλάτσι. Το BAR, όμως, λάφυρο από τους «συμμάχους», έδινε εγγύηση ότι κανείς δεν θα τολμούσε να πλησιάσει.
Ο μικρότερος της ομάδας, ο 17χρονος Ανδρέας, Αμπελοκηπιώτης, μέλος της ΕΠΟΝ, μεγάλωσε στην οδό Γυθείου και Δ. Πλακεντίας, ακριβώς δίπλα στο σπίτι που ιδρύθηκε η οργάνωση, είχε έτοιμες τις δεσμίδες και τις έδινε στον πολυβολητή, τον 30χρονο Γιώργο. Εκείνος είχε διπλώσει προσεκτικά το δίκοχο του ΕΛΑΣ και το είχε βάλει στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Είχε φέρει το μάτι του στο σκοπευτικό και έριχνε ευθεία προς τον μεγάλο τοίχο της φυλακής. Οι σφαίρες μανιασμένες χτυπούσαν, άφηναν μικρές σπίθες, σφήνωναν στο τσιμέντο και άνοιγαν τρύπες.
«Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, εεε» είπε ο Γιώργος. «Επί Μεταξά μαρτυρήσαμε εκεί μέσα και τώρα…». Ο Ανδρέας σιγόνταρε με τον ήχο του οπλοπολυβόλου: «Και πού είσαι ακόμη. Σε λίγες ημέρες θα κατέβει και ο Άρης και η Αθήνα θα πέσει σε ένα απόγευμα». Πού να φανταζόταν ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ.
Προ των πυλών
Κανένα κεφάλι χωροφύλακα δεν ξεμύτιζε από τον τοίχο. Είχαν καθηλωθεί.
Μέσα στις φυλακές 100 χωροφύλακες είχαν ζαρώσει πίσω από τα μπετά. «Να επικοινωνείτε συνεχώς με τους Άγγλους, από τον ασύρματο, να σπεύσουν προς βοήθειά μας. Οι κομμουνιστές είναι προ των πυλών. Μοιράστε όπλα και στους κρατούμενους», ούρλιαζε ο επικεφαλής μοίραρχος Κώστας Δουκάκης, που πηγαινοερχόταν εδώ και εκεί και έδινε διαταγές. «Τι διάβολο», σκέφτηκε, «μέχρι τα προχθές έπαιρνα διαταγές από αυτούς και τώρα πρέπει να τους σώσω τη ζωή». Και πράγματι μέσα στις φυλακές υπήρχαν κρατούμενοι με την κατηγορία του «προδότη», μερικά από τα πιο ηχηρά ονόματα της χώρας. Τουλάχιστον εκείνα που δεν χωρούσαν να διαμείνουν στα κεντρικά ξενοδοχεία της πόλης, τα οποία είχαν γεμίσει από «υπό περιορισμόν» κατηγορούμενους για δωσιλογισμό.
Στις φυλακές βρισκόταν ο στρατηγός Τσολάκογλου και ο Ιωάννης Ράλλης, που διετέλεσαν κατοχικοί πρωθυπουργοί, ο συνταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυντζανόπουλος, που είχε ενεργή συμμετοχή στο μπλόκο της Κοκκινιάς και έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών Έλληνες ουρλιάζοντας: «Η Κοκκινιά δεν είναι εδώ, η Γερμανία είναι εδώ. Πάρτε το χαμπάρι, θα πεθάνετε όλοι σας». Μέσα από τα τείχη ξεχώριζε επίσης και ο Νίκος Μπουραντάς, ο φόβος και ο τρόμος των Αθηναίων την περίοδο της κατοχής αλλά και ο Παπαδόγκωνας.
Η ιστορία πάντα παίζει περίεργα παιχνίδια. Στα τείχη των φυλακών Αβέρωφ εξελισσόταν μια μάχη πρωτόγνωρη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε μια ρημαγμένη Ευρώπη που οι συνεργάτες των ναζί πλήρωσαν το τίμημα. Στην Ελλάδα όμως όχι.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, κάτω από τον Λυκαβηττό, χωροφύλακες υπεράσπιζαν τη ζωή ανθρώπων που αιματοκύλησαν τη χώρα στο πλευρό του κατακτητή. Τυπικά ήταν κρατούμενοι, η Ιστορία θα επιβεβαίωνε αυτό το «τυπικά» λίγες εβδομάδες αργότερα.
Λίγο μακρύτερα, μέσα σε ένα πρόχειρο χαράκωμα που είχε «πιάτο» τον τοίχο των φυλακών, εκεί που χωρίζονταν οι ανδρικές από τις γυναικείες, ο καπετάνιος (ταγματάρχης του ΕΛΑΣ) Σταύρος Μαυροθαλασσίτης, πολεμιστής στα χώματα της Μικρασίας, έδινε συνεχώς διαταγές: «Θα πέσουν, δεν θα αντέξουν. Θα χτυπήσουμε εκεί ακριβώς ανάμεσα στους δυο τοίχους, με όλες μας τις δυνάμεις. Θέλω το BAR από ψηλά από τη Λουκάρεως να μην σταματήσει και να μας καλύπτει. Κρατήστε τρεις εφεδρείες, γιατί κάτι μου λέει ότι σε λίγο θα έρθουν και τα παιδιά με τα κοντά παντελονάκια».
Σε λίγη ώρα μια έκρηξη έσπασε τα τύμπανα των εμπλεκομένων. Επικράτησε μια αφύσικη σιωπή. Από ψηλά στου Γκύζη ακούγονταν μόνο σποραδικές ριπές από το BAR. Όταν κάθισε η σκόνη, ο τοίχος των φυλακών Αβέρωφ είχε διαλυθεί. Ήταν μια άμορφη μάζα από πέτρες και χώματα.
Φτερά στα πόδια
Εκτός από τις εφεδρείες που είχε προνοήσει ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ, όλη η δύναμη του 3ου Συντάγματος εφόρμησε στον διαλυμένο τοίχο. Οι δωσίλογοι έτρεχαν να κρυφτούν μέσα στη γυναικεία πτέρυγα, κάποιοι άλλοι με τα όπλα στο χέρι προκλητικά βγήκαν από τον τοίχο και άρχισαν να πυροβολούν. Με φτερά στα πόδια που δίνει ο φόβος, αφού ήξεραν τι τους περιμένει για τα εγκλήματά τους, κάποιοι έφτασαν στην Αλεξάνδρας και από κει κατευθύνθηκαν προς την Κηφισίας.
Οι άνδρες του ΕΛΑΣ μπήκαν μέσα στις φυλακές. Οι περισσότεροι δωσίλογοι, συνεργάτες των Γερμανών, πέταξαν τα όπλα και άρχισαν να παραδίδονται. Οι περισσότεροι εκλιπαρούσαν για τη ζωή τους. Πολλοί είχαν ανάμεσα στο παντελόνι τους σημάδια από ούρα. Φόβος. Θα πλήρωναν για όσα είχαν κάνει με σκοπό το προσωπικό κέρδος. Εκατόν τριάντα δωσίλογοι σχημάτιζαν ουρά ο ένας πίσω από τον άλλον με τους άνδρες του ΕΛΑΣ δεξιά και αριστερά τους να είναι έτοιμοι να τους μεταφέρουν προς τις ανατολικές συνοικίες.
«Θα καλοπεράσετε, πουλάκια μου», «Προδότες, πού είναι τα φιλαράκια σας να σας σώσουν», ακούγονταν λόγια προς τους προδότες που έτρεμαν. Ένας μαχητής του ΕΛΑΣ αναγνώρισε τον δωσίλογο που πρόδωσε τον αδερφό του. Τον πλησίασε, έβγαλε μια φωτογραφία. Του την έδειξε και τον έφτυσε στο πρόσωπο: «Τον θυμάσαι τον Κώστα από την Καισαριανή;» του είπε.
Καθώς οι δωσίλογοι έβγαιναν αιχμάλωτοι, οι άνδρες του ΕΛΑΣ άρχισαν να τους χλευάζουν και να τραγουδούν: «Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά; Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά; Το ένα μου φωνάζει si, το άλλο μου φωνάζει ja, τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά; Το ένα είναι του μακαρονά, το άλλο είναι του Γερμαναρά και το τρίτο είναι το δικό μας, γαμώ το κέρατό μας, αγάπη μου γλυκιά».
Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ έδειχνε ευχαριστημένος. Όλα είχαν πάει όπως τα είχε σχεδιάσει. Οι δωσίλογοι ήταν αιχμάλωτοι και θα περνούσαν όλοι τους από λαϊκά δικαστήρια. Η ποινή για τις άθλιες πράξεις τους θα ήταν μία: Θάνατος.
Άγγλοι… φίλοι
Οι ώρες περνούσαν, οι φυλακές βρίσκονταν στα χέρια των ανταρτών. Ανάμεσα στα πτώματα κάποιων δωσίλογων που λιντσαρίστηκαν με το που έπεσε ο τοίχος, κείτονταν και εκείνα κάποιων χωροφυλάκων που πέθαναν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Το ξημέρωμα ένας βόμβος, μακρινός στην αρχή, εντονότερος σε λίγα λεπτά, διέκοψε την ηρεμία.
Η Βασιλική Αεροπορία της Αγγλίας είχε αποφασίσει να πάρει το παιχνίδι στα χέρια της. Δεν θα άφηνε κάποιους εφεδρικούς αντάρτες να ξεφτιλίσουν το στέμμα. Ο ήχος των Μποφάιτερς και των Σπιτφάιρ, από το 39ο σμήνος της RAF, γινόταν ολοένα και δυνατότερος. Έφτασαν επάνω από τις φυλακές και άρχισαν να αδειάζουν τις ρουκέτες τους. Η περιοχή των Αμπελοκήπων βομβαρδιζόταν. Πέντε αγγλικά αεροσκάφη διέγραφαν κύκλους και χτύπησαν 36 φορές τις ανταρτοκρατούμενες φυλακές.
Οι αντάρτες, που περίμεναν κάτι τέτοιο, είχαν καλυφθεί εγκαίρως. Τα χτυπήματα από τις ρουκέτες, όμως, ήταν σκληρά και συνεχή. Δεν είχαν τρόπο να απαντήσουν. Καθηλώθηκαν. Ξαφνικά η γη άρχισε να τρέμει. Όχι από τις βόμβες, αλλά από τις ερπύστριες. Αγγλικά τανκς έρχονταν από την Αλεξάνδρας. Οι φυλακές έπρεπε να ανακαταληφθούν. Οι δωσίλογοι δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια του ΕΛΑΣ.
«Καπετάνιε, έρχονται τανκς από τη Σκομπία» ούρλιαξε στο αυτί του Μαυροθαλασσίτη, για να ακουστεί επάνω από τον ήχο των βομβών που έσκαγαν γύρω τους, ο λοχίας του ΕΛΑΣ και του έδειξε με το χέρι του προς την περιοχή του Κολωνακίου. «Τους συνοδεύουν και Ριμινήτες». Ο Μαυροθαλασσίτης δεν απάντησε, απλά χαμογέλασε με πίκρα. Οι εντολές του ήταν σαφέστατες: «Δεν χτυπάμε τους Άγγλους».
Οι κυβερνητικές δυνάμεις διέσωσαν από τα χέρια των ΕΛΑΣιτών 189 κρατούμενους. Γρήγορα γρήγορα τους στοίβαξαν σε καμιόνια και τους μετέφεραν στο Παλαιό Φάληρο, όχι σε κάποιες φυλακές, αλλά σε ένα στρατόπεδο των Άγγλων, προκειμένου να είναι ασφαλείς. Δεν κατάφεραν να διαφύγουν από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ 130 δωσίλογοι. Οι φυλακές πέρασαν πάλι υπό τον έλεγχο των κυβερνητικών.
Τα «Δεκεμβριανά» διήρκησαν σχεδόν ενάμιση μήνα. Ο ΕΛΑΣ, ενώ αρχικά είχε τις τακτικές πρωτοβουλίες στην πρωτεύουσα, στη συνέχεια δεν είχε τις στρατηγικές. Και αυτό του στοίχισε. Μέρα με τη μέρα, οι Άγγλοι, αργά, αλλά σταθερά, άρχισαν να καταλαμβάνουν τη μια μετά την άλλη τις συνοικίες της Αθήνας. Μάταια ο εφεδρικός ΕΛΑΣ της πρωτεύουσας περίμενε να κατέβουν από την Πάρνηθα, που είχαν προσεγγίσει και φτάσει, τα μάχιμα τμήματά του. Μάταια περίμεναν τον Άρη να μπει στην πόλη. Τον είχαν στείλει όχι εκεί που χρειαζόταν, αλλά στην Ήπειρο. Στις 11 Ιανουαρίου, ημέρα Πέμπτη, ο ΕΛΑΣ υποχωρεί σε όλα τα μέτωπα της πρωτεύουσας και αναγκάζεται να συνθηκολογήσει. Υπογράφεται η ανακωχή ανάμεσα στις βρετανικές δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ. Τη συμφωνία υπογράφει ο Σκόμπι και για τον ΕΛΑΣ οι Παρτσαλίδης, Ζεύγος, Αθηνέλλης και Μακρίδης.
Τα επόμενα λεπτά μετά την υπογραφή η χώρα έζησε ένα απίστευτο κύμα «λευκής τρομοκρατίας». Παρακρατικοί, πρώην συνεργάτες των Γερμανών, μπορούσαν να εισβάλουν σε όποιο σπίτι ήθελαν, να βιάσουν, να δολοφονήσουν, να βασανίσουν όποιον ήθελαν, και όχι μόνο να μείνουν ατιμώρητοι για τις πράξεις τους, αλλά και να ανέλθουν στον κρατικό μηχανισμό.
Ο Σταύρος Μαυροθαλασσίτης συνελήφθη και εξορίστηκε στη Μακρόνησο για να αναμορφωθεί από εξαιρετικούς ανθρώπους, μορφωμένους, καλλιεργημένους, γεμάτους ήθος και αγάπη για τον συνάνθρωπό τους, σε εκείνον τον Παρθενώνα λοιπόν έπρεπε να γίνει «Έλλην πατριώτης».
Τον Πλυτζανόπουλο, τον άνθρωπο που ούρλιαζε στο μπλόκο της Κοκκινιάς «η Κοκκινιά δεν είναι εδώ, η Γερμανία είναι εδώ. Πάρτε το χαμπάρι, θα πεθάνετε όλοι σας», για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα και σαν γνήσιο πατριώτη, τον Μάρτιο του 1947 το Γ’ Δικαστήριο δωσιλόγων θα τον αθωώσει μαζί με άλλους και στη συνέχεια θα προαχθεί για τις υπηρεσίες του σε υποστράτηγο του κυβερνητικού στρατού. Θα τιμηθεί και επί χούντας που, εκτός των άλλων τιμών, θα διορίσει και τον ανιψιό του Νίκο δήμαρχο στην Κοκκινιά. Την περιοχή που αιματοκύλησε.
Ο 17χρονος Ανδρέας από τους Αμπελοκήπους συνελήφθη από άνδρες της Ασφάλειας και των ταγμάτων ασφαλείας μέσα στο σπίτι του και ενώ ετοιμαζόταν να ανέβει στο βουνό. Μπροστά στα μάτια του ξυλοκόπησαν την ηλικιωμένη μάνα του, ξεγύμνωσαν την αδερφή του και άρχισαν να την κλωτσούν στο στήθος και τα γεννητικά όργανα. Στη συνέχεια τη βίασαν τρεις από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι τραγουδούσαν προκλητικά για να καλύψουν τις φωνές και τα ουρλιαχτά της στη γειτονιά: «Γεια σας ταγματασφαλίτες, χωροφύλακες και χίτες. Δεν είμαστε κομμουνισταί, ούτε και λαοκράται, είμαστε ελληνόπουλα, χίτες, επαναστάται. Γεια σου Μαγγανά μου, γεια σου με τους χίτες τα παιδιά σου».
Ο Ανδρέας δεν κατάφερε να ανέβει στο βουνό. Μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, αφού ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία. Υπηρέτησε στο Α ΕΤΟ. Δολοφονήθηκε την 1η Μαρτίου του 1948, μαζί με άλλους 300 φαντάρους στα ενορχηστρωμένα επεισόδια. Ο διοικητής της Μακρονήσου με το περίστροφο στο χέρι έτρεχε πάνω κάτω και φώναζε να συνεχίσουν να πυροβολούν τους ανυπεράσπιστους κρατούμενους φαντάρους: «Δεν βλέπω αίμα, δεν βλέπω αίμα», ούρλιαζε…