Ελένη Καρασαββίδου
Λέγεται ότι το χάσιμο κάθε μορφής έρωτα είναι μία μορφή ξενιτιάς. Ισως γι’ αυτό ο R. Barthes (1983) έγραψε στα «Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου»: «Το ερωτικό πάθος είναι ένα παραλήρημα, αλλά… εκείνο που είναι αινιγματικό είναι η απώλεια του παραληρήματος. Πού επιστρέφεις τότε;»
Η εξορία στην οποία αναφέρεται το απόσπασμα, πολύ ελαφρύτερη ως εμπειρία από την «πραγματική» και ταυτόχρονα κομμάτι της, είναι η εξορία από το (τόσο χειραγωγημένο και τόσο παρεξηγημένο) φαντασιακό μας. «Αποφασίζοντας να απαρνηθεί την ερωτική κατάσταση, το υποκείμενο διαπιστώνει με θλίψη ότι έχει εξοριστεί από το φαντασιακό του. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν θα του απέμενε παρά μόνο η εξορία… να εξοριστεί από την εικόνα του».
Σε μια εποχή που πλήθος βίαιων αλλαγών δημιουργούν την απουσία ενός «σταθερού χώρου» και ταυτόχρονα την επείγουσα ανάγκη να επαναορίσουμε τις ατομικές και συλλογικές μας ταυτότητες, και άρα την εικόνα μας, από πού ακριβώς μπορούμε να εξοριστούμε και προς τα πού να βαδίσουμε;
Ο Εκο μιλά για τον νεομεσαιωνισμό, για τον κατακερματισμό του πάλαι ποτέ «κοινού χώρου» σε θρυμματισμένες «αιρέσεις συμφερόντων» σαν τις συντεχνίες του Μεσαίωνα. Αλλά στα θραύσματα ενός καθρέφτη η συγκρότηση ενός προσώπου γίνεται ακόμη δυσκολότερη.
Εάν η εικόνα σου (αυτό το αποτέλεσμα των πολιτιστικών και πολιτικών συντεταγμένων της εποχής σου, και ταυτόχρονα της εικόνας των σημαντικών άλλων που έχεις εσωτερικεύσει και των ιδιοσυγκρασιακών σου χαρακτηριστικών) είναι αρκετά ασφαλής, τότε μπορείς να διαχειριστείς καλύτερα την «απώλεια». Εάν δεν είναι όμως, τότε το παραλήρημα μπορεί να λάβει διάφορες διαβαθμίσεις, φτάνοντας μέχρι το «amor fou».
Την τρέλα από έρωτα. Κι αν το «amor fou», στο διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί και δημιουργεί είτε γοητευτικές είτε αποκρουστικές ιστορίες, στο συλλογικό δημιουργεί σχεδόν πάντα επικίνδυνες. Ισως γιατί συνδεόμενο με την αμιγώς πολιτική, το ερωτικό αντικείμενο δεν λατρεύεται στ’ αλήθεια το ίδιο, μα χρησιμοποιείται για να λατρέψουμε έναν μεγεθυσμένο «φαλλό» ή «εγώ» που έχει ανάγκη να ταυτιστεί, για να μεγαλώσει, με μια συλλογικότητα που έχει «απολυτοποιηθεί». Εθνος, θρησκεία, φυλή, φύλο, ομάδα…
Κι εκεί συναντάμε τους «τρελούς της διπλανής πόρτας» που ορκίζονται στη μητρώα θρησκεία, που πιστεύουν πως ο Σώρρας πούλησε διαστημική τεχνολογία στον Ομπάμα και πήρε 3 δισ., πως για όλα φταίνε οι Ελοχίμ και οι Εβραίοι. Αν το απόλυτο «καλό» δεν μπορεί να σταθεί δίχως το απόλυτο «κακό», τότε ούτε το ερωτικό αντικείμενο μπορεί να σταθεί δίχως αυτό που το απειλεί.
Η σχέση μεταξύ ιστορίας, ιεροτελεστιών και κοινωνικών δομών έχει αναδείξει τους τρόπους που χρησιμοποιείται το «κακό» στη «διαδικασία ετεροποίησης» του άλλου. Ο Taussig στο «The Devil and Commodity Fetishism» έδειξε πόσο οι δοξασίες για το «κακό» διαφοροποιούνται ακολουθώντας τους μετασχηματισμούς στους τρόπους παραγωγής και κοινωνικής ταυτότητας. Και το «διαβολικό» είναι πολύ συχνά το «αλλότριο», το «ξένο», όχι μόνο όσον αφορά την καταγωγή, μα και το φύλο, την κοσμοθεωρία ή τη σεξουαλικότητα.
Ειδικά στο ματωμένο τοπίο των Βαλκανίων, όπου η ταυτότητα έχει περιγραφεί ως «αυτο-αποικιοκρατούμενη», ως ταυτότητα που έχοντας να αντιμετωπίσει το τραύμα πως σε αντίθεση με τους προγόνους μας οι σημαντικοί άλλοι της Δύσης είναι πια όλα όσα δεν παραμείναμε εμείς, θεωρίες που κινούνται στα όρια της ψυχοπαθολογίας «εναντίον αυτών που πήραν τη θέση μας», γίνονται εξαιρετικά δημοφιλείς.
Εάν προσθέσουμε σε αυτό και τους τρόπους χρήσης της Μνήμης (όπου, για να χρησιμοποιήσουμε την περίφημη έκφραση του Kiberd για τους Ιρλανδούς, οι άνθρωποι μεθούσαν από παρελθόν για να συμφιλιωθούν «παθητικοποιούμενοι» με τη φαυλοκρατία/μετριοκρατία του παρόντος), κατανοούμε γιατί η υποδόρια αίσθηση της ορφάνιας μα και της μοναδικής παρουσίας μιας γης ερωμένης και μάνας, ταυτόχρονα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ατζέντα.
Αλλά μια Μνήμη χειριστική συνδέεται φυσικά με μια Πίστη απόλυτη, ταυτισμένη πάντοτε με τη μητρώα γη, που όπως πάντα σε εποχές φαύλων «νομιμοποιεί» στο μυαλό μας, απλά με μανδύα κρατικό κι επίσημο, παράνοιες όχι διαφορετικές από εκείνες του Σώρρα.
Με τελευταίο θεαματικό παράδειγμα όχι μόνο τις πολιτικές ρητορικές αριστερών και δεξιών περί κρίσης, μα και την τωρινή ημερίδα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και της Μητρόπολης Λακωνίας (δύο προβεβλημένων και «καθόλα έντιμων κι αδιάβλητων» κρατικών θεσμών βεβαίως!) για το πώς η νοητή προσευχή βοηθά στην παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Είναι ακριβώς η στιγμή που οι τρελοί της διπλανής πόρτας (οι ετερόδοξοι πάντοτε) γίνονται οι τρελοί που κοιτάς στον ίδιο σου τον καθρέφτη…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: