Ωσάν το έρημο δεντρί
που `ναι στ’ αόρι απάνω
μ’ αρέσει νά `μαι αμοναχός
με τσι πολλούς δεν κάνω
Κι άμας ο κόσμος σκοτεινιά
γεμίζει να γυρίζω
Χαΐνης και τση χαραυγής
τσ’ ελπίδες να σκορπίζω
Ένα ταξίδι μακρινό
έχω στο νου μου μέσα
με τη φευγάτη σκέψη μου
βαρκάρη ε γιαλέσα.
Να μου φουσκώνει τα πανιά
του χρόνου τ’ αεράκι
πίσω να μένει η νιότη μου
σαν έρημο νησάκι.
Κι όπως γλιστρά στα κύματα
και φεύγει τ’ όνειρό μου
να συναντήσω κάποτε
κι εγώ το θάνατό μου.
Και κάθε που ροδίζει η αυγή
στις γειτονιές του κόσμου
να σεργιανά τα πέλαγα
σαν αύρα ο στεναγμός μου.