thegreekcloud | 17.03.2014 | 00:01
Στη Βουλής είδε έναν πακιστανό με καπελάκι και πάλλευκη κελεμπία. Πήγαινε στην προσευχή της Παρασκευής; Γύριζε από την προσευχή της Παρασκευής; Και τι ώρα είναι η προσευχή τους την Παρασκευή; Πρωί-πρωί; Δεν ήξερε. Πάντως εδώ γύρω δεν έχει τζαμιά αυτοσχέδια, χωμένα είτε σε υπόγεια γκαράζ όπου δεν αγοράζει κανείς θέσεις είτε σε εγκαταλελειμμένα μαγαζιά με μεγάλες ανεικονικές κόλλες πάνω στα τζάμια για να γίνουν αδιαφανή. Μια φορά έριξε ένα βλέμμα μέσα σε ένα από αυτά τα αυτοσχέδια τζαμιά, εκεί πίσω από το Ιντερκοντινένταλ και το είδε στρωμένο χαλιά. Τη θυμάται ξεκάθαρα τη φάση γιατί μετά γύρισε σπίτι με τα πόδια και είδε μια κοπέλα σαν άγγελο του ουρανού στη γωνία Βολταίρου και Ντεκάρτ, κοίταξε τις πινακίδες στη διασταύρωση και, τυχερός ήταν, δεν ξέχασε το σημείο. Σαν άγγελος του ουρανού, που λένε και στο Ισλάμ. Γκόμενα δεν την έλεγες. Κοπέλα μόνο, ή και κορίτσι, σαν κάτι μονομανείς γραφιάδες της λυρικής μανιέρας. Βολταίρου και Ντεκάρτ γωνία, έμπαινε σε μία από αυτές τις πολυκατοικίες, προσφυγικές ή εργατικές, τι είναι, δεν ξέρει. Σα μικρογραφίες ανατολικοευρωπαϊκής σοσιαλιστικής λιτότητας. Έψαχνε κλειδιά να μπει μέσα. Βράδυαζε. Το τραμ σταμάταγε εκεί απέναντι στη στάση Κασομούλη. Κασομούλης. Ποιος είναι αυτός πάλι. Η φούστα της σχεδόν ανέμιζε, οι γάμπες της χοντρές για την ισχνολάγνα εποχή μας αλλά λάγνες και δυνατές ταυτόχρονα. Η φούστα ανέμιζε και τις έγλειφε. Τα μαλλιά της πυκνά και βαριά, δεν ανέμιζαν. Ήταν ζωγραφιστά δημοτικού τραγουδιού τα χείλια της. Έψαχνε κλειδιά Βολταίρου και Ντεκάρτ γωνία. Είχε χτυπήσει το κινητό, μήνυμα: «συγχώρα με την τρελή», είδε τα πολύχρωμα χαλιά μέσα στο άδειο τζαμί, χαλιά σαν παρτέρι, σαν κήπος, είδε κι αυτή την κοπέλα Βολταίρου και Ντεκάρτ. Σουρούπωνε. Το τραμ ξεφόρτωνε λουόμενους στη μέση της πόλης και έφευγε φωτισμένο σαν κινητή εορτή. Η ζωή ήταν ωραία.
Ο λευκοφόρος Πακιστανός του θύμισε και εκείνον τον άνθρωπο που προσευχόταν στο χαλάκι του πάνω στο γρασίδι, μέσα στο πάρκο Ριζάρη και Β. Κωνσταντίνου. Πλάι σε μια προτομή αλλά στραμμένος προς τη Μέκκα. Θα πέρναγε έξω από το Οίνοscent. Αυτοί δεν πίνουνε κρασί. Ο ίδιος θα κατέβαζε ένα ποτήρι τώρα, ίσως ένα ροζέ, να νιώσει τους αχνούς να ανεβαίνουν, λιγάκι να θαμπώσει ο κόσμος μέσα στο καλοκαίρι, να θολώσει ο νους και να ψηλώσει. Δεν έπρεπε να αργήσει και δεν έπρεπε να καταφτάσει ζαλισμένος πρωινιάτικα.
Σήκωσε τα μάτια και είδε να τον κοιτάζει η γωνιακή πρόσοψη της πολυκατοικίας Βουλής και Ναυάρχου Νικοδήμου γωνία. Ο ουρανός ήτανε λαμπερός και η ζωή ωραία ξαφνικά. Ο αέρας ήτανε πανάλαφρος και όλος ευδία, καθαρός χωρίς σκόνη, χωρίς υγρασία, χωρίς καμμία μυρωδιά. Τίποτα. Απλός και ψιλός και λεπτός, αέρας που μόνον από ένα ελαφρύ αεράκι που σταμάταγε και ξαναξεκινούσε όλο δισταγμό καταλάβαινες ότι σε περιβάλλει. Αχ αυτή την πόλη την αγαπάει. Κι ας το λέει ότι αγάπη μπορεί να υπάρξει μόνο μεταξύ ανθρώπων, ότι για πράγματα κι αφηρημένες έννοιες (όπως είναι οι πόλεις) μόνο γουσταρλίκι και επιθυμία μπορείς να νιώθεις. Και πάλι, καμμιά σχέση με την επιθυμία για τους ανθρώπους. Όμως την αγαπάει αυτήν την πόλη. Κι ας μην έχει νόημα που την αγαπάει. Η Μέλισσα το κατάλαβε και κατέφυγε στην αναπόφευκτη μεταφορά: η πόλη ως γυναίκα. Του είπε πως η Αθήνα είναι μια ξεπεσμένη αλλά αριστοκρατική βαμπ, ότι έχει αρχοντιά και πως τον καταλαβαίνει που την αγαπάει. Τον είχε συγκινήσει που τον ένιωθε αλλά δεν ήτανε σίγουρος πως τον καταλάβαινε. Δεν αγαπούσε την πόλη του όπως αγαπάει τις γυναίκες. Αγαπούσε την πόλη του γιατί του χάρισε τον χώρο, τον χρόνο, τις διαδρομές, τις γραμμές φυγής, τις κρυψώνες και τα σκηνικά της ζωής του. Ποτέ δε θα μπορούσε να ζήσει ερωτικές ιστορίες σε μια ερημική παραλία – που τόσο νοσταλγεί φέτος το καλοκαίρι. Θα μπορούσε να ζήσει σκηνές ενός έρωτα, μέρες, βδομάδες, μήνες μέσα στη φύση, στα στοιχεία, κάτω από τα αστέρια, με τον ασίγαστο στεναγμό των κυμάτων τη νύχτα και την επίγευση καρπουζιού για βραδυνό. Ίσως την αρχή, αποσπάσματα από τη μέση της, ίσως το τέλος της. Αλλά όχι ολόκληρη την ιστορία. Κοίτα το φως πώς κάνει αυτή τη γωνία πολυκατοικίας εξωπραγματική ενώ κάθε της λεπτομέρεια, κάθε ευτελές και σχεδόν μπανάλ αρχιτεκτονικό στοιχείο της παραμένει αληθινό και παρόν. Δες. Κοίτα. Γι’ αυτό υπάρχουν οι πόλεις, για να ξεκουράζεται και να αλητεύει το μάτι, να βολτάρει και να περιπλανιέται, να μοιχεύει. Αλλά και για να ξέρει το βλέμμα ότι δεν μπορεί να διεισδύσει παντού, ότι υπάρχουν χώροι και χώροι μέσα σε χώρους και γωνίες και στενά και δωμάτια και μπαλκόνια σε μυστήρια γωνία στον ακάλυπτο που κοιτάς κάτω αριστερά και βλέπεις μόνον τα πόδια του γείτονα δύο ορόφους κάτω να πατάνε το μωσαϊκό στο δάπεδο του μπαλκονιού με λαστιχένια σαγιονάρα.
Πήρε μια βαθειά ανάσα, τάχυνε το βήμα με χοροπηδηχτό σχεδόν διασκελισμό προχώρησε στη Βουλής, ρίχνοντας κάθε τόσο κλεφτές ματιές σε βιτρίνες και εισόδους. Δεν έπρεπε να αργήσει. Άλλωστε δε θα δικαιολογούνταν πια από την αυγουστιάτικη ραστώνη – την άλλη βδομάδα αγγίζουμε τον Σεπτέμβριο. Ναι, παριστάνει τον άνετο και τον χαλαρό από την ώρα που ξύπνησε αλλά ο χαρτοφύλακας είναι βαρύς και το χερούλι του ιδρωμένο περισσότερο κι από το πουκάμισο, που απείχε λίγα χιλιοστά από την επιφάνεια του σώματός του, τόσο όσο να μην απορροφά τις στάλες ιδρώτα που τη διέτρεχαν. Ναι, έπρεπε να βάλει φανέλα να πίνει τον ιδρώτα, αλλά φοβότανε μη σκάσει από τη ζέστη.
Ένιωσε τότε τη Βουλής σαν ένα δρόμο ανύπαρκτο ή μάλλον σαν έναν δρόμο που δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι μέσα σε αυτή την πόλη. Χαράξεις που συνδέουν τι; Το Σύνταγμα με την Πλάκα; Το πίσω μέρος της Παλιάς Βουλής, που κάποτε ήταν η Βουλή, με τη γειτονιά της Ακρόπολης; Είναι ο δρόμος του Άριστου με τις τυρόπιτες; Του Ίκαρου του ποιητή του Αιγαίου και του άλλου, του διπλωμάτη; Έκανε δεξιά στο πρώτο στενό για να πάει από τη Νίκης, κάποτε είχε Ελευθερουδάκη εκεί, τον μόνο. Εκεί έτρεχε για βιβλία στα Αγγλικά, εκεί και στον Παντελίδη: Αμερικής 11. Και τι κατάλαβε; Μήπως πήγε ποτέ στην Αγγλία; Σταμάτησε σε ένα καφέ να πάρει έναν εσπρέσσο στο χέρι. Ο συνδυασμός αποχής και πολλής καφεΐνης δε θα έκανε καλό. Για δουλειά θα πήγαινε να μιλήσει. Κι αν τον έπιανε το τρελό του; Όταν είχε τη Μίνα είχε κάποιον να τον προειδοποιεί λίγο γι’ αυτά: μην πιεις άλλο, θα οδηγήσεις, το παράκανες με τους καφέδες, βάλε κάτι στο στόμα σου, πες στον άνθρωπο καμμιά κουβέντα, κοφ’ το το ρημάδι επιτέλους στο σόι σου δεν πάτησε κανένας τα εβδομήντα, μη βλαστημάς, πάλι τσίπουρο; πάλι μπύρα; να παραγγείλεις καμμιά μπριζόλα καλύτερα. Πλήρης έλεγχος του στόματός του: τι έμπαινε, τι έβγαινε. Ήταν (χα, το διαζύγιο, θάνατος: μιλάς για τον άλλο στο παρελθόν) η Μίνα φορτική; Καθόλου. Καθόλου. Ο μακαρίτης ο πατέρας του έλεγε ότι η Μίνα μένει μόνη στον κόσμο της. Αλλά εδώ, στην ουρά, πίσω από τον πολύ κοντό κύριο με το τέλειο κουστούμι, στην ουρά για εσπρέσσο ζεστό στο χέρι ενώ όλοι είναι σαν τις σαύρες με έναν φραπέ κι έναν φρέντο στο χέρι, πίσω από τον κοντό γκριζομάλλη που έχει ένα τέλειο γκρι κουστούμι για ντάλα καλοκαίρι ενώ αυτός δεν έχει πάνω από ενάμισυ κουστούμι της προκοπής (πέρα από τα ετοιματζίδικα της δουλειάς), νιώθει ότι μάζεψε όλη τη φορτικότητα του κόσμου πάνω στο πρόσωπο της Μίνας, που έχει αρχίσει κιόλας να το ξεχνάει, ιδίως αφού έσβησε τη φωτογραφία της από το κινητό και – όταν καμμιά φορά τον πάρει να δει «αν ζει ή αν πεθαίνει» – βγαίνει πια μόνο μια ανώνυμη γκρι σιλουέτα κεφαλιού και τίποτε άλλο. Αυτή που έλεγχε (λέει τώρα) τι έμπαινε στο στόμα του και τι έβγαινε από το στόμα του. Ο μαλάκας όταν παντρεύτηκε νόμιζε ότι μπαίνει σε μια συμφωνία σεξουαλικής, ίσως και ερωτικής, τάξης και τακτικότητας. Αυτό ήθελε πάντα: τακτικό και βαρετό σεξάκι, ανά τακτά διαστήματα. Πριν παντρευτεί δεν είχε καμμία όρεξη να συσσωρεύει καύλα για να νιώθει, λέει, ζωντανός – καλή ώρα σήμερα. Ούτε τα απανωτά γαμήσια απαιτητικών γυναικών, τρεις και τέσσερις φορές, ούτε ξύπνα τη νύχτα να με γαμήσεις αγόρι μου, ούτε θα σε ξυπνήσω το πρωί όπως ξέρω εγώ και πριν καλά καλά καταλάβεις πού ξυπνάς θα έχεις χύσει. Ούτε άπιαστες τριχούλες κολλημένες στο λαρύγγι, χωρίς αγωνία για την ώρα που περνάει. Τίποτα: ήθελε να μπει σε ένα καθεστώς ερωτικής τάξης. Ήσυχα, χαμογελαστά, χωρίς σάλια και ρουφηξιές, με μικρά ανεπαίσθητα μουγκρίσματα κι άπλετο χρόνο, χωρίς να τρίζουνε κρεβάτια και να μπουρδουκλώνεσαι σε μισοκατεβασμένα βρακιά, χωρίς τίποτα επείγον και άγριο, με καμμιά αγωνία. Δεν υπάρχει λόγος να ακούγεται η λεκάνη να σκάει ρυθμικά πάνω σε κωλομέρια, να δαγκώνεις ρώγες, να γυρνάνε τα μάτια να κοιτάξουνε μέσα στο κρανίο. Χωρίς επινίκιες κραυγές στο τέλος. Νωχελικά. Απλά. Παντρεμένα. Νόμιζε τότε ότι ο πυρήνας του γάμου γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα είναι το γαμήσι, «το σεξ» θα έλεγε τότε, σχεδόν λυρικά. Νόμιζε ότι πάνω στη γλώσσα που διατρέχει, στον δισταγμό της διείσδυσης και στα σεντόνια που λεκιάζουνε στο τέλος ήτανε θεμελιωμένος ο γάμος. Νόμιζε πως ο γάμος είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο που διασφαλίζει μια σταθερή ερωτική σχέση πράων φυτοφάγων. Τριανταδύο χρονών παντρεύτηκε, δεν ήταν αφελής. Κι όμως, έπεσε έξω. Σα μαλάκας. Σα μεγάλος μαλάκας. Αφού ο γάμος είναι κέλυφος που στεγάζει μια κράτηση διαρκείας: κάποιου να κοιμάται πλάι σου και να κοιτάζει το πρωί αν ζεις, μιας παρέας, ενός γονιού που θα σε ταΐσει και θα σε νταντέψει και θα σου πει τι θα κάνεις και – κυρίως – που θα κουμαντάρει τι μπαίνει στο στόμα σου και τι βγαίνει από αυτό. Αυτό είναι γάμος: αναπαράσταση και αναστύλωση της γονικής εστίας: ο σύζυγος σου είναι και γονιός σου. Ιδίως αν δεν υπάρχουνε παιδιά.
Ο κύριος μπροστά ο γκριζομάλλης με το κοντό μαλλί το στρατιωτικό και το επίζηλο κουστούμι, λάιτ γουλ ή πώς το λένε, πήρε έναν φυσικό χυμό και πήγε πιο πέρα να τον πληρώσει. Θαύμασε την κομψότητα του μπουτς ντυσίματός του για άλλη μια φορά. Και τον ωραίο γιαλό του λαιμού. Διέκρινε δυο βαριά βυζιά κάτω από τα πέτα. Γυναίκα λοιπόν. Ο ίδιος παρήγγειλε έναν διπλό εσπρέσσο, ναι ζεστό.