02.04.2017, 11:50 | εφσυν
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, πολλοί έσπευσαν να προαναγγείλουν τον θάνατο του νεοφιλελευθερισμού και την επιστροφή στην κρατική παρέμβαση.
Το κράτος παρενέβη πράγματι, αλλά το έκανε για να διασώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, μετατρέποντας έτσι την κρίση του ιδιωτικού χρέους σε δημοσιονομική κρίση.
Και ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνον επέζησε μετά την κρίση που ο ίδιος προκάλεσε, αλλά βγήκε πιο ενισχυμένος και πιο επιθετικός, επιβάλλοντας τις πολιτικές λιτότητας και τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» ως τη μοναδική συνταγή εξόδου από την κρίση. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο;
Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει με το ακόλουθο άρθρο του ο Βρετανός κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς. Θυμίζουμε ότι για το ίδιο θέμα ο Κράουτς έχει γράψει το βιβλίο «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού» (Εκκρεμές, 2014)
Η θεωρία του νεοφιλελευθερισμού υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ζωή αναπτύσσει στον μέγιστο βαθμό τις δυνατότητές της όταν κυβερνιέται από τους κανόνες της αγοράς. Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι το κράτος παίζει έναν πολύ περιορισμένο ρόλο (για παράδειγμα, σχεδόν ολική απουσία κοινωνικών πολιτικών). Σημαίνει επίσης ότι η συντριπτική πλειονότητα των κοινωνικών σχέσεων θα βελτιώνεται αν υιοθετεί μια κάποια μορφή αγοράς.
Προβλήματα όπως αυτό του περιβάλλοντος μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, υπό τον όρο ότι θα μπορούν να μεταφραστούν σε όρους αγοράς. Στην αντίθετη περίπτωση πρέπει να αγνοούνται.
Λίγα πρόσωπα θα ήταν διατεθειμένα να αποδεχθούν αυτή τη θεωρία με όλες τις επιπτώσεις της, κι ωστόσο είναι ακριβώς αυτή η νεοφιλελεύθερη θεωρία που κυβερνάει τις ζωές μας, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Αυτή η θεωρία συγκεκριμένα ελέγχει τον ρόλο των κυβερνήσεων, τις κοινωνικές πολιτικές και την αγορά εργασίας. Παρουσιάζεται στο κοινό μόνον μέσα από ορισμένα ελκυστικά συνθήματα, όπως «χαμηλότεροι φόροι» ή «λιγότεροι κανόνες», αλλά πίσω από αυτά τα συνθήματα υπάρχει μια πολύ ευρύτερη ατζέντα.
Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι, μολονότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές κυριαρχούν και κατευθύνουν τις κυβερνήσεις πολλών χωρών, σε καμιά χώρα δεν είναι πλειοψηφική δύναμη ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα.
Οι νεοφιλελεύθεροι βρίσκονται παντού, τόσο μέσα σε κόμματα όπου συνυπάρχουν με δυνάμεις που είναι αντίθετες στον νεοφιλελευθερισμό (όπως οι παραδοσιακοί συντηρητικοί, τα κόμματα θρησκευτικής και εθνικιστικής έμπνευσης), όσο και ως μικρά κόμματα σε συμμαχία με μεγαλύτερα κόμματα. Υπάρχουν παραδείγματα του πρώτου τύπου στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών, στο Συντηρητικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας και στους Γάλλους γκολικούς. Παραδείγματα του δεύτερου τύπου μπορούμε να συναντήσουμε στη Γερμανία, στην Ιταλία και σε πολλές άλλες χώρες.
Η Ολλανδία είναι ίσως το μοναδικό παράδειγμα όπου το μεγαλύτερο αυτή τη στιγμή κόμμα είναι ένα τυπικά νεοφιλελεύθερο κόμμα, αλλά η Ολλανδία είναι μια χώρα στην οποία δεν υπάρχουν κυρίαρχα κόμματα.
Μια άλλη παράδοξη όψη του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι –περισσότερο στην πράξη παρά στη θεωρία– δεν απολήγει σε μια καθαρή οικονομία της αγοράς που επιφυλάσσει έναν περιορισμένο ρόλο στην κυβέρνηση, αλλά σε μια οικονομία κυριαρχούμενη από γιγάντιες εταιρείες, συχνά με μονοπωλιακή θέση, οι οποίες ασκούν πελώρια επιρροή στις κυβερνήσεις και σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αυτή η επιρροή έχει δυο κύριες αιτίες:
1) την εξάρτησή μας από τις δραστηριότητές τους, και
2) την πίεση που ασκούν μέσω λόμπι και μέσω άλλων τύπων πολιτικής δραστηριότητας. Από το πρώτο σημείο πηγάζει η εξάρτησή μας από τις τράπεζες που είναι «too big to fail», όπως ανακαλύψαμε στη διάρκεια της κρίσης που προκάλεσαν οι ίδιες οι τράπεζες, τις οποίες όμως εμείς οι πολίτες έπρεπε να τις σώσουμε με δικά μας έξοδα.
Πηγάζει επίσης η εξάρτησή μας από τις εταιρείες που κατέχουν ολιγοπωλιακή θέση στον τομέα της ενέργειας και ιδιαίτερα σε εκείνες του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Σε μια τέλεια αγορά μια τέτοια εξάρτηση θα ήταν αδύνατη, από τη στιγμή που στην αγορά η χρεοκοπία ιδιωτικών επιχειρήσεων και η είσοδος νέων επιχειρήσεων είναι πάντοτε δυνατή, και αυτό θα έπρεπε να εμποδίζει την κατίσχυση μονοπωλίων. Ακόμη και η δραστηριότητα των λόμπι και άλλες πολιτικές δραστηριότητες των εταιρειών σε μια καθαρή αγορά θα ήταν αδύνατες, επειδή σε μια καθαρή αγορά θα έπρεπε να υπάρχουν καλά καθορισμένοι φραγμοί μεταξύ της οικονομικής σφαίρας και της πολιτικής σφαίρας.
Οι νεοφιλελεύθεροι μπορούν βέβαια να υποστηρίζουν ότι στην ιδεώδη κοινωνία τους δεν θα έπρεπε να υπάρχει κανένας οικονομικός ρόλος για την κυβέρνηση και επομένως οι πολιτικές δραστηριότητες από μέρους των επιχειρήσεων δεν θα ήταν αναγκαίες.
Για παράδειγμα, αν δεν υπήρχαν κανονισμοί για τα συστατικά και τις ετικέτες των προϊόντων διατροφής, οι μεγάλες επιχειρήσεις του τομέα δεν θα είχαν λόγο να παρεμβαίνουν στην πολιτική.
Αυτό το επιχείρημα όμως προϋποθέτει ότι όλοι μας έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι δεν έχουμε διαφορετικές πολιτικές προτιμήσεις από εκείνες που ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός καθιστά δυνατές.
Αυτό το τελευταίο σημείο μάς οδηγεί στον πυρήνα ενός πολύ σοβαρού ερωτήματος: μπορεί η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία να αποδεχθεί τη δημοκρατία όταν σημαντικοί τομείς του πληθυσμού δεν αποδέχονται το ότι η αγορά (ακόμη και αν κυριαρχείται από μεγάλες επιχειρήσεις) μπορεί να αποκλείει όλες τις άλλες μορφές συλλογικής δράσης;
Σημαντικοί συγγραφείς, όπως ο Τομά Πικετί, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς και οι ίδιοι οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ, έχουν ερευνήσει τις αιτίες της ανισότητας που σήμερα αυξάνεται σχεδόν παντού και έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου: η ανισότητα θα προκαλέσει μια ανεπάρκεια της κατανάλωσης στην πλειονότητα του πληθυσμού. Από αυτό θα προκύψουν πολιτικές συνέπειες.
Είναι ο πλούτος αυτός που αγοράζει την πολιτική επιρροή. Και αυτή η επιρροή μπορεί να ασκηθεί για να αποκτηθούν πολιτικά προνόμια, τα οποία με τη σειρά τους παράγουν και άλλο πλούτο. Γεννιέται ένας φαύλος κύκλος που αναπαράγεται και αυξάνεται όλο και περισσότερο.
Εδώ βρίσκεται εν μέρει η εξήγηση του γιατί αυτή η νεοφιλελεύθερη θεωρία, η οποία από μόνη της δεν είναι και τόσο δημοφιλής, είναι σε θέση να κυριαρχεί στην πολιτική ζωή πολλών ευρωπαϊκών χωρών παρά την καταστροφική της κατάρρευση το 2008.
Παρά την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και τη δυσανεξία που αυτός επιδεικνύει απέναντι στη δημοκρατία, αυτός δεν απειλεί ευθέως τη δημοκρατία, στον βαθμό που η δημοκρατία προσφέρει μιαν ορισμένη σταθερότητα και τη δυνατότητα προσφυγής σε εκλογές στην περίπτωση που η πολιτική κατάσταση θα πρέπει να αλλάξει, πράγματα που στις δικτατορίες δεν είναι εγγυημένα.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο Λένιν υποστήριζε ότι μια δημοκρατική πολιτεία είναι «το καλύτερο κέλυφος» για τον καπιταλισμό. Σήμερα θα έπρεπε να πούμε ότι είναι η μεταδημοκρατία εκείνη που προσφέρει το καλύτερο κέλυφος στον καπιταλισμό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: