21.05.2017, 23:49 | efsyn
Déjà vu. Déjà vu κι απάνω τούρλα. Μάλιστα. Ακριβώς αυτό. Μου συμβαίνει συχνά. Προμνησία ο ελληνικός όρος, που δεν τον ξέρουν μήτε τα λεξικά. Υπέροχη λέξη, δεν είναι; Υπέροχο συναίσθημα, πάντως, δεν θα το έλεγα.
Γιατί αυτό το «ήδη ιδωμένο», όπως είναι η κατά λέξη μετάφραση του γαλλικού «déjà vu», όταν το παραζείς, δεν βλέπεται! Καλοκαίρια και χειμώνες περιμένω να φανεί… το διαφορετικό και τίποτα. Νιέντε. Το μηδέν. Τι να φτουρήσουν οι λίγες εξαιρέσεις, όταν μετά από επτά χρόνια κρίσης, ξαναζώ ό,τι και επτά χρόνια πριν. Με μια εσάνς κοινωνικής μιζέριας, που ώρες ώρες ολίγον βρομάει και πιότερο ζέχνει, μα κατά βάση είναι τα ίδια.
Ωστόσο, αυτό που μου κάνει περισσότερο εντύπωση είναι πως, απ’ ό,τι βλέπω, όλα τα παραπάνω μόνο σε μένα προξενούν εντύπωση. «Η εποχή στην οποία ζούμε μας φέρνει αντιμέτωπους με προκλήσεις και εμπειρίες πρωτοφανέρωτες» μου κοπανάει το τσιτάτο του Μελούτσι (καθηγητής Κοινωνιολογίας είναι, πεθαμένος κι αυτός… Μην το ψάχνεις τώρα) ένας φίλος τις προάλλες.
Ελα, όμως, που εγώ αντί για «εμπειρίες πρωτοφανέρωτες», ζω τη μέρα της Μαρμότας. Ελα που δεν βλέπω τον κοσμάκη ν’ αλλάζει μυαλά στο παραμικρό. Χαομένοι στην ψηφιακή μας πραγματικότητα, ψάχνουμε (αριστερότερα ή φασιστοδεξιότερα) κάποιον παυσίπονο σωτήρα για τον πόνο μας, που αν και εντελώς πραγματικός, τον αντιμετωπίζουμε λες και δεν μας ανήκει. Και ξεχνάμε πως με μοχλούς, πληκτρολόγια και κουμπιά δεν ενεργοποιείται μήτε η μνήμη μήτε το ανοσοποιητικό.
Απόδειξη των ανωτέρω μια συνομιλία που ξέθαψα απ’ τα κιτάπια μου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια απολύτως συνειδητής προμνησίας. Προ καιρού, αρχές της κρίσης ακόμη, ελαφροπάτητες οι συνέπειές της στο πετσί μας, ταξίδευα με τρένο. Εδώ, δικό μας, διεφθαρμένο, ξεπεσμένο, μα ελληνικότατο.
Θες η μοίρα, θες το κακό και το ψυχρό μου, κάτι πάντως με απίθωσε στο διπλανό κάθισμα ενός νεαρού. Απέναντί του καθόταν κυρία μιας ορισμένης ηλικίας, ενός ορισμένου μεγέθους, μιας ορισμένης αισθητικής και μιας πλήρως καθορισμένης νοοτροπίας.
«Μπορείς, αγόρι μου, να μου ανεβάσεις τις τσάντες;» ρωτάει η εν λόγω. «Οταν ήμουν κι εγώ είκοσι χρόνων, τον κόσμο κυβερνούσα!». Να τες οι ροπές προς εξουσία, σκέφτομαι εγώ. «Και τι δεν έκανα τότε. Δυο δυο τις σήκωνα τις τσάντες, γεμάτες ρούχα, προικιά, κοσμήματα. Ημουν, βλέπεις, και κοκέτα. Είχαμε, όμως, και τον τρόπο μας.
Ο πατέρας, βλέπεις, στην Κατοχή ήταν πατριώτης απ’ τους λίγους. Οπου τον καλούσαν, έτρεχε να βοηθήσει: λάδι, σιτάρι, αλεύρι, αυγά… ό, τι είχαν το ‘παιρνε. Οι άπληστοι προλετάριοι τον έλεγαν μαυραγορίτη!
Δεν ήξεραν οι αμόρφωτοι. Πού να καταλάβουν πως αν ο πατέρας έκανε παρέα με τους Γερμανούς, για να βοηθήσει τους Ελληνες το έκανε. Ax, τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Και σήμερα τα ίδια δεν του κάνουν;».
«Ποιανού καλέ; Του πατέρα σας;» πετάγομαι εγώ.
«Οχι, βέβαια. Στον Κυριάκο αναφέρομαι και τον άλλο τον δόλιο, τον Αδωνι. Που το φωνάζουν πως όσα μας ζητούν οι Γερμανοί, άλλα τόσα να τους δώσουμε εμείς, αλλά εμείς αγρόν αγοράζουμε. Εχουμε βάλει τον μικρό να διαπραγματευτεί. Αφού τα φάγαμε, τώρα ζητά και τα ρέστα. Τα ‘λεγε ο πατέρας, να πεις δεν τα ‘λεγε. Δυστυχώς, πέθανε το ’74. Περίμενε περίμενε, πόσο να αντέξει ο δόλιος;».
«Τι περίμενε; Τον Καραμανλή;» ξαναλέω εγώ.
«Οχι, καλέ, τον βασιλιά! Ωραίο παλικάρι. Αλλά καλύτερη όλων, η μάνα του. Φρειδερίκη με τα όλα της. Οχι σαν τις σημερινές. Την έβλεπες και ταξίδευες…».
«…Κατευθείαν για τη Μακρόνησο, φαντάζομαι», τολμάω να ψελλίσω.
Και τότε ποιος είδε τη Φρειδερίκη και δεν τη φοβήθηκε: «Ακουσε να σου πω, κοπέλα μου! Τα κουμμουνιστικά που αποτύχανε στους Ρώσους δεν θα μας τα φέρετε τώρα εδώ.
»Δε φτάνει που σας ταΐζαμε στην Κατοχή, σας προσέχαμε στον Εμφύλιο (τα μάτια μας δεν παίρναμε από πάνω σας), σας καλοπιάναμε στην Επανάσταση (των συνταγματαρχών φυσικά) και σήμερα σας έχουμε φέρει τα καλύτερα παιδιά από την Ευρώπη να σας οργανώσουν, μιλάτε κι από πάνω! Αχ, καλά τα έλεγε εκείνος: Αδειασε η μπιζουτιέρα!».
«Ποιος καλέ; Ο βασιλιάς;».
«Οχι, μικρή ανίδεη… Ο Νταλάρας».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: