21 Ιουνίου 2017 | cogito ergo sum
Οργανωμένο έγκλημα και πολιτική – 3. Γαλλικό Δίκτυο
Στην σελίδα του ιστολογίου στο Facebook, δέχτηκα ένα μήνυμα αναγνώστη σχετικό με το χτεσινό κείμενο: “Είναι πολύ ενδιαφέρον το κομμάτι της σύγκρουσης μαφιόζων και Μουσσολίνι, αν θες πρόσθεσε κάτι ακόμα για να μην εμφανίζονται ως αντισυστημική δύναμη”. Ας προσθέσω κάτι, λοιπόν, πριν συνεχίσουμε την αφήγησή μας:
Στις 20 Οκτωβρίου 1925, ο Μουσσολίνι στέλνει στο Παλέρμο ως νομάρχη τον έμπιστό του Τσέζαρε Μόρι, στον οποίο εκχωρεί αυξημένες αρμοδιότητες και απόλυτη δικαιοδοσία να κυνηγήσει την μαφία σε ολόκληρη την Σικελία. Το τηλεγράφημα του δικτάτορα είναι σαφές: “Η Εξοχότητά σας έχει λευκή εξουσιοδότηση, η εξουσία του κράτους πρέπει να αποκατασταθεί απολύτως, επαναλαμβάνω απολύτως, στην Σικελία. Εάν οι νόμοι που ισχύουν σήμερα εμποδίζουν κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει πρόβλημα, θα κάνουμε νέους νόμους”. Ο Μόρι εξαπολύει απηνές κυνηγητό κατά των μαφιόζων, με πολύ καλά αποτελέσματα. Όμως, όταν άρχισε να κυνηγάει και τους μαφιόζους που είχαν γίνει μέλη του φασιστικού κόμματος, ο Μουσσολίνι τον απομάκρυνε μετά πολλών επαίνων, δηλώνοντας ότι η εκκαθάριση είχε ολοκληρωθεί. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο ίδιος ο Μπενίτο είχε στηρίγματα μέσα στην μαφιόζικη ιεραρχία, μεταξύ των οποίων και ο πανίσχυρος Βίτο Τζενοβέζε.
Καλά ως εδώ; Προχωρούμε! Από αριστερά: Σιμόν Σαμπιανί, Πωλ Καρμπόν, Φρανσουά Σπιριτό
Το μυαλό των περισσότερων από μας, όταν ακούμε για μαφία, πάει στην Ιταλία, λόγω της Κόζα Νόστρα (Σικελία), της Καμόρρα (Νάπολη), της Ντραγκέττα (Καλαβρία) κλπ. Όμως, μια εξ ίσου ισχυρή εγκληματική οργάνωση υπήρχε και στην Γαλλία, μια οργάνωση που ξεκίνησε από την Μασσαλία και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άπλωσε τα δίχτυα της στις ΗΠΑ σε τέτοιον βαθμό ώστε να κοντράρεται στα ίσα με τον Λάκυ Λουτσιάνο για τον έλεγχο του εμπορίου ηρωίνης στην πολιτειακή αγορά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά.
Μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο υπόκοσμος της Μασσαλίας είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τον υπόκοσμο κάθε άλλου μεγάλου λιμανιού: οι κακοποιοί δρούσαν σε μικρές ομάδες ή και ατομικά, δραστηριοποιούμενοι κατά κανόνα στον παράνομο τζόγο και στην πορνεία. Αυτό άλλαξε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, με πρωτοβουλία δυο κορσικανικής καταγωγής εγκληματιών, του Φρανσουά Σπιριτό και του Πωλ Καρμπόν. Παίρνοντας μαθήματα από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, οι δυο συνεργάτες κατάφεραν να ενώσουν τις μικροσυμμορίες και να στήσουν μια αυστηρά ιεραρχημένη και κεντρικά καθοδηγούμενη οργάνωση, η οποία έγινε γνωστή ως Γαλλικό Δίκτυο (French Connection) ή απλώς Δίκτυο, αν και στον περισσότερο κόσμο ο μαρσεγιέζικος υπόκοσμος αναφερόταν ως κορσικανική μαφία.
Στην αρχή, τo Δίκτυο οργάνωσε με επαγγελματικό τρόπο την εκμετάλλευση των πορνών και του τζόγου. Όμως, ο Σπιριτό με τον Καρμπόν αντιλήφθηκαν από νωρίς ότι το μέλλον του Δικτύου εξαρτιόταν από τις σχέσεις του με την εξουσία. Έτσι, όταν μετά το κραχ του 1929 ξέσπασε πολιτική αναταραχή, το Δίκτυο συνεργάστηκε ανοιχτά με τoν κορσικανό επιχειρηματία Σιμόν Σαμπιανί, αντιδήμαρχο της Μασσαλίας και ηγέτη του φασιστικού “Κόμματος Σοσιαλιστικής Δράσης”. Η συνεργασία αυτή περιλάμβανε περιφρούρηση των φασιστικών εκδηλώσεων από ένοπλες ομάδες γκάνγκστερ και τρομοκρατικές επιθέσεις κατά αντιφασιστών. Σε αντάλλαγμα, ο Σαμπιανί φρόντισε για την πολιτική προστασία του υποκόσμου αλλά και για τον διορισμό πολλών μελών του Δικτύου σε κρίσιμες θέσεις του δήμου. Έτσι, σε λιγώτερο από πέντε χρόνια το Δίκτυο πήρε και πολιτική υπόσταση, φτάνοντας στο σημείο να καταστεί η ισχυρότερη πολιτική δύναμη της Μασσαλίας.
Με εξασφαλισμένη πλέον την πολιτική κάλυψη, η κορσικανική μαφία επεκτάθηκε στις απείρως πιο κερδοφόρες δραστηριότητες του εμπορίου όπλων και ναρκωτικών. Ως προς τα όπλα, το Δίκτυο εκμεταλλεύτηκε πλήρως τις δυνατότητες που του πρόσφερε ο εμφύλιος στην γειτονική Ισπανία, φροντίζοντας για τον εφοδιασμό και των δυο αντιμαχόμενων πλευρών. Ως προς τα ναρκωτικά, οι κορσικανοί μαφιόζοι αποφάσισαν να επεκταθούν στις ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενοι τα προβλήματα που είχε η σιτσιλιάνικη μαφία τόσο με τις πολιτειακές αρχές όσο και με τον Μουσσολίνι. Έτσι, άνοιξαν το πρώτο εργαστήριο παρασκευής ηρωίνης στην Μασσαλία με στόχο να καλύψουν την πέραν του Ατλαντικού ζήτηση. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι κορσικανοί έφτασαν να ελέγχουν το 80% της αγοράς ηρωίνης στις ΗΠΑ, αν και αργότερα τους πήρε την δουλειά ο Λάκυ Λουτσιάνο.
Οι καλές μέρες του Δικτύου έμελλε να τελειώσουν κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επήλθε ρήξη και διάσπαση. Όπως είναι λογικό, κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι μαφιόζοι συνεργάστηκαν άψογα με τους κατακτητές. Όμως, απέναντι στους Σπιριτό και Καρμπόν βρέθηκε μια μικρή αλλά ισχυρή ομάδα κορσικανών εθνικιστών μαφιόζων, υπό την ηγεσία των αδελφών Γκουερινί, οι οποίοι μισούσαν τους γερμανούς επειδή τα σχέδια του Άξονα προέβλεπαν παραχώρηση της Κορσικής στην Ιταλία μετά τον πόλεμο.
Η εξέλιξη του πολέμου ευνόησε τους εθνικιστές κορσικανούς, οι οποίοι συνεργάστηκαν με την γαλλική αντίσταση και βρέθηκαν στο πλευρό των νικητών. Ο Καρμπόν συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1943 ενώ ο Σπιριτό με τον Σαμπιανί κατάφεραν να διαφύγουν και να βρουν καταφύγιο στην φασιστική Ισπανία. Από την πλευρά τους, οι αδελφοί Γκουερινί όχι μόνο ανέλαβαν την ηγεσία του Δικτύου αλλά αναδείχτηκαν και σε ήρωες της κορσικανικής αντίστασης (!), αφού ο μεν Αντουάν είχε δουλέψει ως πράκτορας των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών ο δε Μπαρτελεμύ στήριζε με όπλα και άνδρες την αντικομμουνιστική αντιστασιακή ομάδα “Δίκτυο Βρούτος”, η οποία ιδρύθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του στρατηγού Ντε Γκωλ. Στον “Βρούτο” συμμετείχε και ο σοσιαλιστής Γκαστόν Ντεφφέρ, ο οποίος μετά τον πόλεμο έγινε δήμαρχος της Μασσαλίας και φρόντισε να τιμηθεί ο Μπαρτελεμύ Γκουερινί με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Ανάλογης αναγνώρισης έτυχαν και τα άλλα δυο αδέλφια, ο Φρανσουά και ο Πασκάλ.
Μασσαλία, 23/6/1967: Ο Αντουάν Γκουερινί δολοφονείται μόλις βγαίνει από το αυτοκίνητό του.
Μάλιστα… αντικομμουνιστική οργάνωση καθ’ υπόδειξη του Ντε Γκωλ, με μέλος σοσιαλιστή κατοπινό δήμαρχο που τιμά μαφιόζο ως ήρωα της αντίστασης… Επειδή έχω την εντύπωση ότι αρχίσαμε να χάνουμε την μπάλλα με όλες αυτές τις περίεργες διαπλοκές και συνεργασίες, εκτιμώ πως είναι προτιμώτερο να διακόψω την αφήγηση και να συνεχίσω αύριο, αφού πρώτα χωνέψουμε όσα είπαμε ως εδώ.
Υστερόγραφο: Αν το σημερινό κείμενο σας έφερε στον νου κάποιες ταινίες, όπως το Ο άνθρωπος από την Γαλλία ή το Μπορσαλίνο, δεν θα σας παρεξηγήσω αν σας έρθει και η επιθυμία να τις ξαναδείτε.
20 Ιουνίου 2017 | cogito ergo sum
Οργανωμένο έγκλημα και πολιτική – 2. Λάκυ Λουτσιάνο
Πριν συνεχίσουμε την αφήγησή μας και με αφορμή ένα ενδιαφέρον σχόλιο που αναρτήθηκε στο χτεσινό κείμενο, ας ξεκαθαρίσουμε ότι εδώ αναφερόμαστε στο οργανωμένο έγκλημα. Βεβαίως και υπήρχαν εγκληματικές συμμορίες προ του 1920 και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη (στην Σικελία, μάλιστα, από τον 18ο αιώνα) και βεβαίως υπάρχουν ιστορικά δεδομένα συνεργασίας τους με την πολιτική, όπως πολύ σωστά σημείωσε ο σχολιογράφος. Εκείνο που αλλάζει στις ΗΠΑ από το 1920 είναι ότι αυτές οι συμμορίες μετατρέπονται σε κανονικές επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν πολυτελή γραφεία, αποκτούν και νόμιμες δραστηριότητες (κυρίως ως “πλυντήρια” του μαύρου χρήματος), απασχολούν νομικούς και οικονομικούς συμβούλους κλπ. Η μεγαλύτερη αλλαγή είναι ότι οι ηγέτες τους βγαίνουν από την αφάνεια, υποδύονται τους νομιμόφρονες πολίτες, εμφανίζονται ως πατριώτες και συχνά δεν διστάζουν να ασχοληθούν με τα κοινά. Κι επειδή θα πούμε περισσότερα στην συνέχεια, ας κλείσουμε εδώ τον σημερινό μας πρόλογο.
Όλα τα καλά παιδιά: Σιλβέστρο Αγκόλια, Λάκυ Λουτσιάνο, Μέγιερ Λάνσκυ, Τζων Σέννα (1932)
Το 1933 οι ΗΠΑ καταργούν την ποτοαπαγόρευση. Η νομιμοποίηση του αλκοόλ προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στον τζίρο του οργανωμένου εγκλήματος, μιας και η παράνομη παρασκευή και εμπορία αλκοολούχων ποτών συνιστούσε την κύρια δραστηριότητά του. Έτσι, το βάρος μεταφέρθηκε σε δυο μέχρι τότε παραμελημένους τομείς: τα τυχερά παιχνίδια και τα ναρκωτικά. Χάρη κυρίως στα ναρκωτικά, μέσα σε μια εξαετία το οργανωμένο έγκλημα αναπλήρωσε και με το παραπάνω κάθε απώλεια εσόδων λόγω αλκοόλ. Δυστυχώς για όλους τους εμπλεκόμενους, η είσοδος των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διέκοψε την απρόσκοπτη εισαγωγή πρώτης ύλης από τις οπιοπαραγωγές ασιατικές χώρες και η δουλειά χάλασε.
Στο μεταξύ, η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να βαραίνει από το 1929, από τότε δηλαδή που ανέλαβε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Χέρμπερτ Χούβερ. Έχοντας να αντιμετωπίσει την λαϊκή κατακραυγή λόγω του κραχ, ο Χούβερ αποφάσισε να αμυνθεί κάνοντας αντιπερισπασμό: εξαπέλυσε πόλεμο κατά του οργανωμενου εγκλήματος. Το πρώτο θύμα αυτού του πολέμου ήταν ο διαβόητος μαθητής τού Τζόννυ Τόριο και “νονός” τού Σικάγου Αλφόνσο “Αλ” Καπόνε, ο οποίος συνελήφθη το 1931 και μπήκε στην φυλακή την επόμενη χρονιά κατηγορούμενος για… φοροδιαφυγή.
Τον κενό θρόνο του Καπόνε κατέλαβε επάξια ο σικελοπολιτειακός Σαλβατόρε Λουκάνια, ο οποίος έγινε γνωστός ως Τσαρλς “Λάκυ” Λουτσιάνο. Ο Λουτσιάνο έμελλε να περάσει στα εγκληματολογικά κιτάπια ως ο απόλυτος αρχιτέκτονας του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, ενορχηστρώνοντας τη στροφή του υπόκοσμου σε νόμιμη πια εμπορική δραστηριότητα. Έτσι, το μεγάλο έγκλημα εκσυγχρονίστηκε και μεταμορφώθηκε οργανωτικά και επιχειρησιακά υπό την σιδηρά και αιμοβόρα ηγεσία του Λουτσιάνο, ο οποίος έστησε τον θρύλο της υπερατλαντικής Κόζα Νόστρα. Όμως, ούτε ο Λουτσιάνο κατάφερε να μείνει μακρυά από την τσιμπίδα τού FBI. Το 1936, επί προεδρίας Ρούζβελτ πια, συνελήφθη ως προαγωγός πορνών και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 30 ετών. Πάντως, η ισχύς του ήταν τόση ώστε ουδείς τόλμησε να αμφισβητήσει την ηγεσία του όσο βρισκόταν στην φυλακή.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1942 η ιστορία του Λουτσιάνο πήρε απρόβλεπτη τροπή. Στον προβλήτα 88 του λιμανιού της Νέας Υόρκης, πήρε φωτιά το οπλιταγωγό Νορμανδία, ένα υπερπολυτελές υπερωκεάνιο που είχε επιταχθεί για να μεταφέρει 10.000 στρατιώτες στην Ευρώπη. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θορυβήθηκαν, καθώς υπήρχαν υποψίες ότι επρόκειτο για σαμποτάζ από πράκτορες των ναζί. Η Νέα Υόρκη ήταν το σημαντικότερο λιμάνι ανεφοδιασμού των ΗΠΑ και οι αρχές δεν μπορούσαν να ρισκάρουν περαιτέρω. Έπρεπε να βρουν κάποιον τρόπο να ελέγξουν τις αποβάθρες από τυχόν διαρροές και γνώριζαν πολύ καλά ότι τον απόλυτο έλεγχο τον είχε η οργάνωση του Λουτσιάνο. Άρα, έπρεπε να έλθουν σε επαφή με τον αρχιεγκληματία.
Οι πρώτοι δίαυλοι επικοινωνίας άνοιξαν με την προσέγγιση του γνωστού εγκληματία Μάγερ Λάνσκυ, επειδή ο Λουτσιάνο τον εμπιστευόταν. Ο λευκορώσσος εμιγκρές πείστηκε και δέχτηκε να συναντήσει και να ενημερώσει τον αρχηγό. Η υψίστης ασφαλείας φυλακή Κλίντον, στην οποία ήταν έγκλειστος ο Λουτσιάνο, βρισκόταν στα σύνορα ΗΠΑ-Καναδά και είχε το παρανόμι “Μικρή Σιβηρία”. Μία από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, ήταν η μεταφορά του Λουτσιάνο από την “Μικρή Σιβηρία” στην πολυτελή φυλακή του Γκρέητ Μήντοου, στο Κόμστοκ της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί, στα τέλη Μαΐου του 1942 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Λουτσιάνο με τον Λάνσκυ, με την παρουσία του δικηγόρου του Μόουζες Πόλακοφ.
Ακολούθησαν κι άλλες συναντήσεις, ώσπου ο Λουτσιάνο πείστηκε να συνεργαστεί. Άλλωστε, για τον αρχιεγκληματία όλα ήταν εύκολα και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πώς θα αξιοποιήσει την όλη κατάσταση προς όφελός του. Χρησιμοποιώντας τον Λάνσκυ ως μεσολαβητή, ήρθε σε συνεννόηση με τον πλωτάρχη Τσαρλς Χάφεντεν, που είχε τεθεί επικεφαλής του τμήματος ερευνών της 3ης ναυτικής περιφέρειας, για να προχωρήσει η υπόθεση. Πριν μπει ο χειμώνας του 1942, οι αποβάθρες της Νέας Υόρκης είχαν περάσει στον πλήρη έλεγχο της οργάνωσης, με τις ευλογίες των αρχών. Υπό την υψηλή “προστασία” του Λουτσιάνο, τα σαµποτάζ σταµάτησαν.
Στην Ιταλία, το καθεστώς Μουσσολίνι είχε εξαπολύσει μακροχρόνιο πόλεμο κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Ο ιταλός δικτάτορας αντιλαμβανόταν τις διάφορες εγκληματικές οργανώσεις (Καμόρρα, Μαφία κλπ) ως αμφισβητίες της παντοδυναμίας του: αφού οι εγκληματίες παρέβαιναν τον νόμο και νόμος ήταν αυτός, έπρεπε να τους βγάλει από την μέση. Ο πόλεμος ήταν σκληρός και πολλοί εγκληματίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα και να καταφύγουν στις ΗΠΑ. Όλα αυτά έδωσαν στις πολιτειακές αρχές την ιδέα να χρησιμοποιήσουν την οργάνωση του Λουτσιάνο για να πολεμήσουν τον Μουσσολίνι και, ειδικώτερα, για να προετοιμάουν την απόβαση του 1943 στην ιταλική χερσόνησο. Έτσι ξεκίνησε η “Eπιχείρηση Υπόκοσµος” (Operation Underworld), δηλαδή η επίσημη πλέον συνεργασία των πολιτειακών αρχών με το οργανωμένο έγκλημα για τις ανάγκες του πολέμου.
Χάρη στον Λουτσιάνο, ο οποίος κινούσε αριστοτεχνικά τα νήματα μέσα από την φυλακή, η απόβαση του Πάττον στην Σικελία έγινε σχεδόν αναίμακτα. Τα συμμαχικά στρατεύματα κατέβηκαν στη Σικελία το 1943, φέροντας κίτρινες σημαίες που έφεραν ως σήμα το γράμμα L, το αρχικό γράμμα τού ονόματος του “Τυχερού” Λουτσιάνο. Το ίδιο εύκολα και γρήγορα κινήθηκαν οι συμμαχικές δυνάμεις προς την κεντρική Ιταλία, αφού ο σιτσιλιάνος αρχιμαφιόζος Τσου Κάλο (ο Ντον Καλότζερο Βιτσίνι, επιστήθιος φίλος του Λουτσιάνο) ανέλαβε να καθαρίσει τον δρόμο από τα ναρκοπέδια αλλά και από τις διάσπαρτες οπισθοφυλακές του οπισθοχωρούντος ιταλικού στρατού. Σε αντάλλαγμα, οι συμμαχικές δυνάμεις τοποθετούσαν ανθρώπους του Τσου Κάλο σε διοικητικές θέσεις των πόλεων που εκκαθάριζαν. Όταν οι σύμμαχοι εκκαθάρισαν πλήρως το νησί, οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες που ανήκαν στην μαφία, αποτελούσαν πλέον την συντριπτική πλειοψηφία στην Σικελία.
Αεροδρόμιο Νάπολης, 26/1/1962: Ο 64χρονος Λάκυ Λουτσιάνο πεθαίνει από έμφραγμα. Θα ταφεί με δόξα και τιμές στο "κοιμητήριο των μαφιόζων", το Σαιντ Τζων του Κουήνς, στην Νέα Υόρκη.
Το 1946, ο Λάκυ Λουτσιάνο υπέβαλε αίτημα αποφυλάκισής του, το οποίο εξετάστηκε ευμενώς και, φυσικά, έγινε δεκτό. Έτσι, την επόμενη χρονιά ο αρχινονός του πολιτειακού εγκλήματος βγήκε από την φυλακή αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την χώρα. Ο Λουτσιάνο επέστρεψε στην πατρίδα του, στην Σικελία, όπου οργάνωσε (με τον γνωστό, αποτελεσματικό του τρόπο) επιχείρηση παρασκευής και διακίνησης ηρωίνης. Με την ανοχή των πολιτειακών δυνάμεων κατοχής αλλά και των πολιτειακών αρχών, ο Λουτσιάνο έφερνε νόμιμα όπιο από την Τουρκία και τον Λίβανο, το επεξεργαζόταν και το μετέτρεπε νόμιμα σε βάση μορφίνης και ηρωίνη στα εργαστήρια της απολύτως νόμιμης φαρμακευτικής εταιρείας Σκιαπαρέλλι του Τορίνου. Στην συνέχεια, το παραγόμενο προϊόν διοχετευόταν εντελώς παράνομα στην πολιτειακή αγορά σε τέτοιες ποσότητες ώστε μέχρι το 1958 η οργάνωση του Λουτσιάνο έφτασε να καλύπτει κατά 80% την ζήτηση των ΗΠΑ σε ηρωίνη, παίρνοντας τα σκήπτρα από τους κορσικανούς.
Επίλογος για σήμερα με μερικές προσωπικές αναμνήσεις από το Παλέρμο. Κοντά στο λιμάνι και γύρω από την Πιάτσα Φοντερία, υπάρχουν ακόμη τα πληγωμένα κτήρια που βομβάρδισαν οι σύμμαχοι , προετοιμάζοντας την εισβολή τους στο νησί. Στο κέντρο της πόλης ορθώνεται το υπερπολυτελές και υποβλητικό Grand Hotel Et Des Palmes, με τα μάρμαρα, τους πολυελαίους, τα βαρειά έπιπλα και τους αριστουργηματικούς καθρέφτες του, το οποίο διατηρείται σχεδόν απαράλλαχτο από το 1947, όταν ο Λουτσιάνο εγκαταστάθηκε εκεί μετά την απέλασή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί διοργανώθηκε η περίφημη πενθήμερη Σύσκεψη της Μαφίας το 1957, όπου πήραν μέρος αρχιεγκληματίες από όλον τον κόσμο, με κεντρικό θέμα συζήτησης την οργάνωση του εμπορίου της ηρωίνης σε διεθνές επίπεδο. Η τοπική αστυνομία παρακολουθούσε την σύσκεψη αλλά η σχετική αναφορά κάηκε κατά λάθος μαζί με κάποια άχρηστα χαρτιά, με αποτέλεσμα οι διώξεις κατά 17 συμμετεχόντων να ασκηθούν μόλις το 1965. Και οι 17 αθωώθηκαν το 1968, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Θα συνεχίσουμε.
cogito ergo sum | 19 Ιουνίου 2017
Στην ιστορία της ανθρωπότητας γίνονταν πάντοτε εγκλήματα και υπήρχαν πάντοτε εγκληματίες. Όμως, το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο, το οποίο γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και μέστωσε κατά την διάρκεια του εικοστού αιώνα. Μήτρα, τροφός και στήριγμά του υπήρξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, απ’ όπου επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η κυοφορία του φαινομένου άρχισε στις 17 Δεκεμβρίου 1914, όταν η πολιτειακή βουλή ενέκρινε την πρόταση του νεοϋρκέζου βουλευτή Φράνσις Μπάρτον Χάρρισον περί φορολόγησης των ναρκωτικών (Harrison Narcotics Tax Act). Το σπέρμα είχε ρίξει από το 1901 ένας καθολικός επίσκοπος, ο Τσαρλς Μπεντ. Ο Μπρεντ σύστησε μια “επιτροπή έρευνας”, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κράτος πρέπει να ελέγχει την κίνηση των ναρκωτικών ουσιών. Μέχρι τότε, μια δόση οπιούχου με την σύριγγά του πουλιόταν σε κάθε ενδιαφερόμενο προς 1,5 δολλάριο. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ διέβλεψε πηγή εσόδων, έβαλε μπροστά τον Μπρεντ και τον Χάρρισον και πέρασε τον “νόμο Χάρρισον”, βάσει του οποίου επιβλήθηκε για πρώτη φορά ειδικός φόρος στα ναρκωτικά.
Αριστερά: Διαφήμιση για κυβάκια μορφίνης, πριν τον νόμο Χάρρισον. Δεξιά: Φιαλίδιο με 100 δισκία ηρωίνης, μετά τον νόμο Χάρρισον.
Παρένθεση. Σε πολλά κείμενα, ο νόμος Χάρρισον αναφέρεται ως “αντι-ναρκωτικός”. Πρόκειται για -συνειδητό ή ασυνείδητο- λάθος. Όπως προκύπτει και από την ονομασία του (Narcotic Tax Act), ο νόμος απλώς επέβαλε ειδικό φόρο στις ναρκωτικές ουσίες, χωρίς να απαγορεύσει στο ελάχιστο την κυκλοφορία τους. Οι απαγορεύσεις ήρθαν αργότερα, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Κλείνει η παρένθεση.
Η κυοφορία του οργανωμένου εγκλήματος από τον “νόμο Χάρρισον” κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια. Τα γεννητούρια ήρθαν το 1919-1920, όταν η πολιτειακή κυβέρνηση αποφάσισε να πυροβολήσει με δίκαννο, θέτοντας εκτός νόμου αφ’ ενός μεν τα αλκοολούχα ποτά αφ’ ετέρου δε την χρήση οπίου και λοιπών ναρκωτικών ακόμη και με συνταγή γιατρού. Για την απαγόρευση του αλκοόλ ψηφίστηκε η 18η τροπολογία του συντάγματος, η οποία απαγόρευσε “την παραγωγή, μεταφορά και πώληση αλκοόλ”, όχι όμως και την κατανάλωση ή την κατοχή. Για την απαγόρευση των οπιούχων, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι, με βάση τον νόμο Χάρρισον, οι γιατροί δεν είχαν δικαίωμα να συνταγογραφούν ναρκωτικές ουσίες για οποιονδήποτε λόγο.
Αμέσως μετά τον κυβερνητικό σμπάρο, οι -μικρότερες ή μεγαλύτερες- συμμορίες των πολιτειακών μεγαλουπόλεων διέβλεψαν πεδίον δόξης λαμπρόν, ασύγκριτα λαμπρότερο από τις μικροαπάτες και την εκμετάλλευση των ιεροδούλων τα οποία αποτελούσαν ως τότε τους κυριώτερους τομείς τής δράσης τους. Πολύ γρήγορα, αυτές οι συμμορίες εξελίχθηκαν σε κανονικές επιχειρήσεις (ορισμένες απ’ αυτές με εθνική εμβέλεια), οι οποίες ανέλαβαν να καλύψουν την ζήτηση σε αλκοόλ και ναρκωτικά. Στην πλήρη ανάπτυξή τους, αυτές οι “επιχειρήσεις” συχνά συνεργάζονταν, στον βαθμό βεβαίως που η μια δεν έμπαινε στα χωράφια της άλλης.
Σε τελική ανάλυση, μπορούμε να πούμε ότι ο νόμος Χάρρισον και η συνταγματική ποτοαπαγόρευση απετέλεσαν τα εμβρυουλκά με τα οποία γεννήθηκε το οργανωμένο έγκλημα. Μέχρι τότε, η διακίνηση του οπίου, της κοκαΐνης και του αλκοόλ γινόταν με νόμιμο τρόπο, μέσα από τα συνηθισμένα εμπορικά δίκτυα, υπό την κρατική εποπτεία. Από το 1920 και μετά, άλλαξαν οι διαδρομές, τα κανάλια και οι διακινητές αλλά οι διακινούμενες ποσότητες ελάχιστα επηρεάστηκαν. Οι νόμιμοι διακινητές υποκαταστάθηκαν από τα παράνομα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος και οι καταναλωτές φορτώθηκαν τα βάρη τής αυξημένης μαυραγορίτικης τιμής, του νοθευμένου και επικίνδυνα σκάρτου -έως και θανατηφόρου- προϊόντος και της ποινικά διωκόμενης παρανομίας.
Πριν ανατείλει η δεκαετία του 1930, άρχισαν να αναπτύσσονται δεσμοί ανάμεσα στην νόμιμη κρατική εξουσία και το οργανωμένο έγκλημα. Τον ρόλο αυτών των “δεσμών” ανέλαβαν αμέτρητοι κρατικοί υπάλληλοι, επιφορτισμένοι μεν με την επιβολή των νόμων ευεπίφοροι δε στην διαφθορά διά του χρηματισμού. Με την κρατική εξουσία να κινείται μέσα στα όρια του νόμου και το οργανωμένο έγκλημα να δραστηριοποιείται εκτός αυτών, οι διεφθαρμένοι κρατικοί υπάλληλοι συντελούσαν καταλυτικά στις διάφορες ωσμώσεις που μπορεί να προκληθούν από την διασταλτική ή συσταλτική (ανάλογα με την κάθε περίπτωση χωριστά) ερμηνεία κάποιας διάταξης. Για παράδειγμα, η πώληση αλκοόλ απαγορευόταν ρητά αλλά η κατοχή του όχι ενώ η πώληση ενός όπλου μπορεί σε κάποιον να είναι παράνομη αλλά στον γείτονά του να είναι νόμιμη.
Παρά την προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας να χτυπήσει και να διαλύσει τους παραπάνω δεσμούς, έγινε σύντομα αντιληπτό ότι το εν λόγω εγχείρημα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία επειδή τα λεφτά ήσαν πολλά. Έτσι, με βάση την παροιμία “χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ το”, το κράτος δεν άργησε να πάρει την απόφαση να συνεργαστεί (άτυπα, βεβαίως) με το οργανωμένο έγκλημα. Από την στιγμή που πολλές από τις παράνομες εγκληματικές δραστηριότητες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη πολιτικών στόχων, η συνεργασία δεν ήταν ανέφικτη. Και τομείς τέτοιας συνεργασίας υπήρχαν αρκετοί: πορνεία, όπλα, ναρκωτικά… ακόμα και τρομοκρατία.
Ακόμη δυο διαφημίσεις από την προ Χάρρισον εποχή: Αριστερά, η γνωστή μας Bayer διαφημίζει δισκία Ασπιρίνης και... Ηρωίνης - Δεξιά, σταγόνες κοκαΐνης για άμεση θεραπεία του πονόδοντου.
Φυσικά, τέτοιας μορφής “αφύσικες” συνεργασίες γίνονται πάντα στο σκοτάδι, εν κρυπτώ και παραβύστω. Σ’ αυτό το σκοτεινό περιβάλλον, πορνεία, όπλα και ναρκωτικά δημιουργούν ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων νομιμότητας και παρανομίας, το οποίο πάντοτε καταλήγει στην ταύτιση αυτών των δυο εννοιών όπου συνήθως η δεύτερη απορροφά την πρώτη και η πρώτη προστατεύει την δεύτερη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας συνεργασίας κρατικής εξουσίας και οργανωμένου εγκλήματος συνιστά η δημιουργία τού παρακράτους, ενός απολύτως παράνομου μηχανισμού τα γρανάζια του οποίου αποτελούνται από μέλη τού υποκόσμου αλλά οι χειριστές του προέρχονται από τον χώρο των κρατικών υπαλλήλων. Κλασσικό καθ’ ημάς παράδειγμα παρακράτους αποτελεί η “εθνικόφρων” οργάνωση Καρφίτσα του δωσίλογου Ξενοφώντα “φον” Γιοσμά, στην οποία αποδόθηκε η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Δεν είναι ευρέως γνωστό αλλά η πρώτη εμφάνιση της Καρφίτσας έγινε μια βδομάδα πριν την δολοφονία Λαμπράκη, όταν κλήθηκε να βοηθήσει επικουρικά στην προστασία τού γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος επισκεπτόταν την Ελλάδα για να συζητήσει με την κυβέρνηση πρόγραμμα εγκατάστασης πυρηνικών όπλων.
[Συνεχίζεται]